ΠΙΝΩ
I drink
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πίνω πίνουμε, πίνομε πίνομαι πινόμαστε
πίνεις πίνετε πίνεσαι πίνεστε, πινόσαστε
πίνει πίνουν(ε) πίνεται πίνονται
Imper
fect
έπινα πίναμε πινόμουν(α) πινόμαστε, πινόμασταν
έπινες πίνατε πινόσουν(α) πινόσαστε, πινόσασταν
έπινε έπιναν, πίναν(ε) πινόταν(ε) πίνονταν, πινόντανε, πινόντουσαν
Aorist ήπια ήπιαμε
ήπιες ήπιατε
ήπιε ήπιαν(ε)
Per
fect
έχω πιει έχουμε πιει
έχεις πιει έχετε πιει
έχει πιει έχουν πιει
Plu
per
fect
είχα πιει είχαμε πιει
είχες πιει είχατε πιει
είχε πιει είχαν πιει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πίνω θα πίνουμε, θα πίνομε θα πίνομαι θα πινόμαστε
θα πίνεις θα πίνετε θα πίνεσαι θα πίνεστε, θα πινόσαστε
θα πίνει θα πίνουν(ε) θα πίνεται θα πίνονται
Simp
Fut
θα πιω θα πιούμε
θα πιεις θα πιείτε
θα πιει θα πιουν, θα πιούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πιει θα έχουμε πιει
θα έχεις πιει θα έχετε πιει
θα έχει πιει θα έχουν πιει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πίνω να πίνουμε, να πίνομε να πίνομαι να πινόμαστε
να πίνεις να πίνετε να πίνεσαι να πίνεστε, να πινόσαστε
να πίνει να πίνουν(ε) να πίνεται να πίνονται
Aorist να πιω να πιούμε
να πιεις να πιείτε
να πιει να πιουν, να πιούν(ε)
Perf να έχω πιει να έχουμε πιει
να έχεις πιει να έχετε πιει
να έχει πιει να έχουν πιει
Imper
ative
Pres πίνε πίνετε πίνεστε
Aorist πιες, πιε πιείτε, πιέτε, πιέστε
Part
iciple
Pres πίνοντας
Perf έχοντας πιει πιωμένος, -η, -ο πιωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πιει