ΠΕΡΙΛΑΜ..
I contain
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
περιλαμβάνω, περιλαβαίνω περιλαμβάνουμε, περιλαμβάνομε περιλαμβάνομαι περιλαμβανόμαστε
περιλαμβάνεις περιλαμβάνετε περιλαμβάνεσαι περιλαμβάνεστε, περιλαμβανόσαστε
περιλαμβάνει περιλαμβάνουν(ε) περιλαμβάνεται περιλαμβάνονται
Imper
fect
περιλάμβανα περιλαμβάναμε περιλαμβανόμουν(α) περιλαμβανόμαστε
περιλάμβανες περιλαμβάνατε περιλαμβανόσουν(α) περιλαμβανόσαστε
περιλάμβανε περιλάμβαναν, περιλαμβάναν(ε) περιλαμβανόταν(ε) περιλαμβάνονταν
Aorist περιέλαβα περιλάβαμε περιλήφθηκα περιληφθήκαμε
περιέλαβες περιλάβατε περιλήφθηκες περιληφθήκατε
περιέλαβε περιέλαβαν, περιλάβαν(ε) περιλήφθηκε, περιελήφθη περιλήφθηκαν, περιελήφθησαν
Per
fect
έχω περιλάβει έχουμε περιλάβει έχω περιληφθεί έχουμε περιληφθεί
έχεις περιλάβει έχετε περιλάβει έχεις περιληφθεί έχετε περιληφθεί
έχει περιλάβει έχουν περιλάβει έχει περιληφθεί έχουν περιληφθεί
Plu
per
fect
είχα περιλάβει είχαμε περιλάβει είχα περιληφθεί είχαμε περιληφθεί
είχες περιλάβει είχατε περιλάβει είχες περιληφθεί είχατε περιληφθεί
είχε περιλάβει είχαν περιλάβει είχε περιληφθεί είχαν περιληφθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα περιλαμβάνω θα περιλαμβάνουμε, θα περιλαμβάνομε θα περιλαμβάνομαι θα περιλαμβανόμαστε
θα περιλαμβάνεις θα περιλαμβάνετε θα περιλαμβάνεσαι θα περιλαμβάνεστε, θα περιλαμβανόσαστε
θα περιλαμβάνει θα περιλαμβάνουν(ε) θα περιλαμβάνεται θα περιλαμβάνονται
Simp
Fut
θα περιλάβω θα περιλάβουμε, θα περιλάβομε θα περιληφθώ θα περιληφθούμε
θα περιλάβεις θα περιλάβετε θα περιληφθείς θα περιληφθείτε
θα περιλάβει θα περιλάβουν(ε) θα περιληφθεί θα περιληφθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω περιλάβει θα έχουμε περιλάβει θα έχω περιληφθεί θα έχουμε περιληφθεί
θα έχεις περιλάβει θα έχετε περιλάβει θα έχεις περιληφθεί θα έχετε περιληφθεί
θα έχει περιλάβει θα έχουν περιλάβει θα έχει περιληφθεί θα έχουν περιληφθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να περιλαμβάνω να περιλαμβάνουμε, να περιλαμβάνομε να περιλαμβάνομαι να περιλαμβανόμαστε
να περιλαμβάνεις να περιλαμβάνετε να περιλαμβάνεσαι να περιλαμβάνεστε, να περιλαμβανόσαστε
να περιλαμβάνει να περιλαμβάνουν(ε) να περιλαμβάνεται να περιλαμβάνονται
Aorist να περιλάβω να περιλάβουμε, να περιλάβομε να περιληφθώ να περιληφθούμε
να περιλάβεις να περιλάβετε να περιληφθείς να περιληφθείτε
να περιλάβει να περιλάβουν(ε) να περιληφθεί να περιληφθούν(ε)
Perf να έχω περιλάβει να έχουμε περιλάβει να έχω περιληφθεί να έχουμε περιληφθεί
να έχεις περιλάβει να έχετε περιλάβει να έχεις περιληφθεί να έχετε περιληφθεί
να έχει περιλάβει να έχουν περιλάβει να έχει περιληφθεί να έχουν περιληφθεί
Imper
ative
Pres περιλάμβανε περιλαμβάνετε περιλαμβάνεστε
Aorist περίλαβε περιλάβετε περιληφθείτε
Part
iciple
Pres περιλαμβάνοντας περιλαμβανόμενος
Perf έχοντας περιλάβει
Infin Aorist περιλάβει περιληφθεί