| ΠΕΡΙΦΡΑΖΩ I periphrase |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
περιφράζω | περιφράζουμε, περιφράζομε | περιφράζομαι | περιφραζόμαστε |
| περιφράζεις | περιφράζετε | περιφράζεσαι | περιφράζεστε, περιφραζόσαστε | ||
| περιφράζει | περιφράζουν(ε) | περιφράζεται | περιφράζονται | ||
| Imper fect |
περιέφραζα | περιφράζαμε | περιφραζόμουν(α) | περιφραζόμαστε, περιφραζόμασταν | |
| περιέφραζες | περιφράζατε | περιφραζόσουν(α) | περιφραζόσαστε, περιφραζόσασταν | ||
| περιέφραζε | περιέφραζαν, περιφράζαν(ε) | περιφραζόταν(ε) | περιφράζονταν, περιφραζόντανε, περιφραζόντουσαν | ||
| Aorist | περιέφραξα | περιφράξαμε | περιφράχτηκα | περιφραχτήκαμε | |
| περιέφραξες | περιφράξατε | περιφράχτηκες | περιφραχτήκατε | ||
| περιέφραξε | περιέφραξαν, περιφράξαν(ε) | περιφράχτηκε | περιφράχτηκαν, περιφραχτήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω περιφράξει |
έχουμε περιφράξει |
έχω περιφραχτεί |
έχουμε περιφραχτεί |
|
| έχεις περιφράξει έχεις περιφραγμένο |
έχετε περιφράξει έχετε περιφραγμένο |
έχεις περιφραχτεί είσαι περιφραγμένος, -η |
έχετε περιφραχτεί είστε περιφραγμένοι, -ες |
||
| έχει περιφράξει |
έχουν περιφράξει |
έχει περιφραχτεί |
έχουν περιφραχτεί |
||
| Plu per fect |
είχα περιφράξει |
είχαμε περιφράξει |
είχα περιφραχτεί |
είχαμε περιφραχτεί |
|
| είχες περιφράξει είχες περιφραγμένο |
είχατε περιφράξει είχατε περιφραγμένο |
είχες περιφραχτεί ήσουν περιφραγμένος, -η |
είχατε περιφραχτεί ήσαστε περιφραγμένοι, -ες |
||
| είχε περιφράξει είχε περιφραγμένο |
είχαν περιφράξει είχαν περιφραγμένο |
είχε περιφραχτεί ήταν περιφραγμένος, -η, -ο |
είχαν περιφραχτεί ήταν περιφραγμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα περιφράζω | θα περιφράζουμε, θα περιφράζομε | θα περιφράζομαι | θα περιφραζόμαστε | |
| θα περιφράζεις | θα περιφράζετε | θα περιφράζεσαι | θα περιφράζεστε, |
||
| θα περιφράζει | θα περιφράζουν(ε) | θα περιφράζεται | θα περιφράζονται | ||
| Simp Fut |
θα περιφράξω | θα περιφράξουμε, |
θα περιφραχτώ | θα περιφραχτούμε | |
| θα περιφράξεις | θα περιφράξετε | θα περιφραχτείς | θα περιφραχτείτε | ||
| θα περιφράξει | θα περιφράξουν(ε) | θα περιφραχτεί | θα περιφραχτούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω περιφράξει |
θα έχουμε περιφράξει |
θα έχω περιφραχτεί |
θα έχουμε περιφραχτεί |
|
| θα έχεις περιφράξει θα έχεις περιφραγμένο |
θα έχετε περιφράξει θα έχετε περιφραγμένο |
θα έχεις περιφραχτεί θα είσαι περιφραγμένος, -η |
θα έχετε περιφραχτεί θα είστε περιφραγμένοι, -ες |
||
| θα έχει περιφράξει θα έχει περιφραγμένο |
θα έχουν περιφράξει θα έχουν περιφραγμένο |
θα έχει περιφραχτεί θα είναι περιφραγμένος, -η, -ο |
θα έχουν περιφραχτεί θα είναι περιφραγμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να περιφράζω | να περιφράζουμε, |
να περιφράζομαι | να περιφραζόμαστε |
| να περιφράζεις | να περιφράζετε | να περιφράζεσαι | να περιφράζεστε, |
||
| να περιφράζει | να περιφράζουν(ε) | να περιφράζεται | να περιφράζονται | ||
| Aorist | να περιφράξω | να περιφράξουμε, |
να περιφραχτώ | να περιφραχτούμε | |
| να περιφράξεις | να περιφράξετε | να περιφραχτείς | να περιφραχτείτε | ||
| να περιφράξει | να περιφράξουν(ε) | να περιφραχτεί | να περιφραχτούν(ε) | ||
| Perf | να έχω περιφράξει |
να έχουμε περιφράξει |
να έχω περιφραχτεί |
να έχουμε περιφραχτεί |
|
| να έχεις περιφράξει |
να έχετε περιφράξει |
να έχεις περιφραχτεί |
να έχετε περιφραχτεί |
||
| να έχει περιφράξει |
να έχουν περιφράξει |
να έχει περιφραχτεί |
να έχουν περιφραχτεί |
||
| Imper ative |
Pres | περιέφραζε | περιφράζετε | περιφράζεστε | |
| Aorist | περιέφραξε | περιφράξτε, περιφράχτε | περιφράξου | περιφραχτείτε | |
| Part iciple |
Pres | περιφράζοντας | |||
| Perf | έχοντας περιφράξει, έχοντας περιφραγμένο | περιφραγμένος, -η, -ο | περιφραγμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | περιφράξει | περιφραχτεί | ||