ΠΕΙΝΩ
I am hungry
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πεινάω, πεινώ πεινάμε, πεινούμε
πεινάς πεινάτε
πεινάει, πεινά πεινάν(ε), πεινούν(ε)
Imper
fect
πεινούσα, πείναγα πεινούσαμε, πεινάγαμε
πεινούσες, πείναγες πεινούσατε, πεινάγατε
πεινούσε, πείναγε πεινούσαν(ε), πείναγαν, πεινάγανε
Aorist πείνασα πεινάσαμε
πείνασες πεινάσατε
πείνασε πείνασαν, πεινάσαν(ε)
Perf
ect
έχω πεινάσει έχουμε πεινάσει
έχεις πεινάσει έχετε πεινάσει
έχει πεινάσει έχουν πεινάσει
Plu
perf
ect
είχα πεινάσει είχαμε πεινάσει
είχες πεινάσει είχατε πεινάσει
είχε πεινάσει είχαν πεινάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα πεινάω, θα πεινώ θα πεινάμε, θα πεινούμε
θα πεινάς θα πεινάτε
θα πεινάει
θα πεινά
θα πεινάν(ε)
θα πεινούν(ε)
Simp
Fut
θα πεινάσω θα πεινάσουμε, θα πεινάσομε
θα πεινάσεις θα πεινάσετε
θα πεινάσει θα πεινάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πεινάσει θα έχουμε πεινάσει
θα έχεις πεινάσει θα έχετε πεινάσει
θα έχει πεινάσει θα έχουν πεινάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πεινάω, να πεινώ να πεινάμε, να πεινούμε
να πεινάς να πεινάτε
να πεινάει, να πεινά να πεινάν(ε), να πεινούν(ε)
Aorist να πεινάσω να πεινάσουμε, να πεινάσομε
να πεινάσεις να πεινάσετε
να πεινάσει να πεινάσουν(ε)
Perf να έχω πεινάσει να έχουμε πεινάσει
να έχεις πεινάσει να έχετε πεινάσει
να έχει πεινάσει να έχουν πεινάσει
Imper
ative
Pres πείνα, πείναγε πεινάτε
Aorist πείνασε, πείνα πεινάστε
Part
iciple
Pres πεινώντας
Perf πεινασμένος, -η, -ο πεινασμένοι, -ες, -α
έχοντας πεινάσει
Infin Aorist πεινάσει