ΠΑΡΑΚΜΑΖΩ
I decline
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρακμάζω παρακμάζουμε, παρακμάζομε
παρακμάζεις παρακμάζετε
παρακμάζει παρακμάζουν(ε)
Imper
fect
παράκμαζα παρακμάζαμε
παράκμαζες παρακμάζατε
παράκμαζε παράκμαζαν, παρακμάζαν(ε)
Aorist παράκμασα παρακμάσαμε
παράκμασες παρακμάσατε
παράκμασε παράκμασαν, παρακμάσαν(ε)
Per
fect
έχω παρακμάσει έχουμε παρακμάσει
έχεις παρακμάσει έχετε παρακμάσει
έχει παρακμάσει έχουν παρακμάσει
Plu
per
fect
είχα παρακμάσει είχαμε παρακμάσει
είχες παρακμάσει είχατε παρακμάσει
είχε παρακμάσει είχαν παρακμάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρακμάζω θα παρακμάζουμε, θα παρακμάζομε
θα παρακμάζεις θα παρακμάζετε
θα παρακμάζει θα παρακμάζουν(ε)
Simp
Fut
θα παρακμάσω θα παρακμάσουμε, θα παρακμάζομε
θα παρακμάσεις θα παρακμάσετε
θα παρακμάσει θα παρακμάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρακμάσει θα έχουμε παρακμάσει
θα έχεις παρακμάσει θα έχετε παρακμάσει
θα έχει παρακμάσει θα έχουν παρακμάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρακμάζω να παρακμάζουμε, να παρακμάζομε
να παρακμάζεις να παρακμάζετε
να παρακμάζει να παρακμάζουν(ε)
Aorist να παρακμάσω να παρακμάσουμε, να παρακμάσομε
να παρακμάσεις να παρακμάσετε
να παρακμάσει να παρακμάσουν(ε)
Perf να έχω παρακμάσει να έχουμε παρακμάσει
να έχεις παρακμάσει να έχετε παρακμάσει
να έχει παρακμάσει να έχουν παρακμάσει
Imper
ative
Pres παράκμαζε παρακμάζετε
Aorist παράκμασε παρακμάστε
Part
iciple
Pres παρακμάζοντας
Perf έχοντας παρακμάσει
Infin Aorist παρακμάσει