ΠΑΡΑΚΑΛΩ
I request
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παρακαλάω, παρακαλώ παρακαλάμε, παρακαλούμε
παρακαλάς παρακαλάτε
παρακαλάει, παρακαλά παρακαλάν(ε), παρακαλούν(ε)
Imper
fect
παρακαλούσα, παρακάλαγα παρακαλούσαμε, παρακαλάγαμε
παρακαλούσες, παρακάλαγες παρακαλούσατε, παρακαλάγατε
παρακαλούσε, παρακάλαγε παρακαλούσαν(ε), παρακάλαγαν, παρακαλάγανε
Aorist παρακάλεσα παρακαλέσαμε
παρακάλεσες παρακαλέσατε
παρακάλεσε παρακάλεσαν, παρακαλέσαν(ε)
Perf
ect
έχω παρακαλέσει έχουμε παρακαλέσει
έχεις παρακαλέσει έχετε παρακαλέσει
έχει παρακαλέσει έχουν παρακαλέσει
Plu
perf
ect
είχα παρακαλέσει είχαμε παρακαλέσει
είχες παρακαλέσει είχατε παρακαλέσει
είχε παρακαλέσει είχαν παρακαλέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παρακαλάω, θα παρακαλώ θα παρακαλάμε, θα παρακαλούμε
θα παρακαλάς θα παρακαλάτε
θα παρακαλάει, θα παρακαλά θα παρακαλάν(ε), θα παρακαλούν(ε)
Simp
Fut
θα παρακαλέσω θα παρακαλέσουμε, θα παρακαλέσομε
θα παρακαλέσεις θα παρακαλέσετε
θα παρακαλέσει θα παρακαλέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παρακαλέσει θα έχουμε παρακαλέσει
θα έχεις παρακαλέσει θα έχετε παρακαλέσει
θα έχει παρακαλέσει θα έχουν παρακαλέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παρακαλάω, να παρακαλώ να παρακαλάμε, να παρακαλούμε
να παρακαλάς να παρακαλάτε
να παρακαλάει, να παρακαλά να παρακαλάν(ε), να παρακαλούν(ε)
Aorist να παρακαλέσω να παρακαλέσουμε, να παρακαλέσομε
να παρακαλέσεις να παρακαλέσετε
να παρακαλέσει να παρακαλέσουν(ε)
Perf να έχω παρακαλέσει να έχουμε παρακαλέσει
να έχεις παρακαλέσει να έχετε παρακαλέσει
να έχει παρακαλέσει να έχουν παρακαλέσει
Imper
ative
Pres παρακάλα, παρακάλαγε παρακαλάτε
Aorist παρακάλεσε, παρακάλα παρακαλέστε
Part
iciple
Pres παρακαλώντας
Perf έχοντας παρακαλέσει
Infin Aorist παρακαλέσει