| ΠΑΡΑΔΙΝΩ I surrender
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | παραδίνω, παραδίδω | παραδίνουμε, παραδίνομε | παραδίνομαι | παραδινόμαστε | 
| παραδίνεις | παραδίνετε | παραδίνεσαι | παραδίνεστε, παραδινόσαστε | 
| παραδίνει | παραδίνουν(ε) | παραδίνεται | παραδίνονται | 
| Imper fect
 | παρέδινα | παραδίναμε | παραδινόμουν(α) | παραδινόμαστε, παραδινόμασταν | 
| παρέδινες | παραδίνατε | παραδινόσουν(α) | παραδινόσαστε, παραδινόσασταν | 
| παρέδινε | παρέδιναν, παραδίναν(ε) | παραδινόταν(ε) | παραδίνονταν, παραδινόντανε, παραδινόντουσαν | 
| Aorist | παρέδωσα, παράδωσα | παραδώσαμε | παραδόθηκα | παραδοθήκαμε | 
| παρέδωσες, παράδωσες | παραδώσατε | παραδόθηκες | παραδοθήκατε | 
| παρέδωσε, παράδωσε | παρέδωσαν, παραδώσαν(ε) | παραδόθηκε | παραδόθηκαν, παραδοθήκαν(ε) | 
| Per fect
 | έχω     παραδώσει (έχω     παραδομένο)
 | έχουμε  παραδώσει (έχουμε  παραδομένο)
 | έχω     παραδοθεί (είμαι   παραδομένος, -η)
 | έχουμε  παραδοθεί (είμαστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| έχεις παραδώσει (έχεις παραδομένο)
 | έχετε παραδώσει (έχετε παραδομένο)
 | έχεις παραδοθεί (είσαι παραδομένος, -η)
 | έχετε παραδοθεί (είστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| έχει  παραδώσει (έχει  παραδομένο)
 | έχουν παραδώσει (έχουν παραδομένο)
 | έχει  παραδοθεί (είναι παραδομένος, -η, -ο)
 | έχουν παραδοθεί (είναι παραδομένοι, -ες, -α)
 | 
| Plu per
 fect
 | είχα   παραδώσει (είχα   παραδομένο)
 | είχαμε παραδώσει (είχαμε παραδομένο)
 | είχα   παραδοθεί (ήμουν  παραδομένος, -η)
 | είχαμε παραδοθεί (ήμαστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| είχες  παραδώσει (είχες  παραδομένο)
 | είχατε παραδώσει (είχατε παραδομένο)
 | είχες  παραδοθεί (ήσουν  παραδομένος, -η)
 | είχατε παραδοθεί (ήσαστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| είχε   παραδώσει (είχε   παραδομένο)
 | είχαν  παραδώσει (είχαν  παραδομένο)
 | είχε   παραδοθεί (ήταν   παραδομένος, -η, -ο)
 | είχαν  παραδοθεί (ήταν   παραδομένοι, -ες, -α)
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα παραδίνω | θα παραδίνουμε, θα παραδίνομε | θα παραδίνομαι | θα παραδινόμαστε | 
| θα παραδίνεις | θα παραδίνετε | θα παραδίνεσαι | θα παραδίνεστε, θα παραδινόσαστε | 
| θα παραδίνει | θα παραδίνουν(ε) | θα παραδίνεται | θα παραδίνονται | 
| Simp Fut
 | θα παραδώσω | θα παραδώσουμε, θα παραδώσομε | θα παραδοθώ | θα παραδοθούμε | 
| θα παραδώσεις | θα παραδώσετε | θα παραδοθείς | θα παραδοθείτε | 
| θα παραδώσει | θα παραδώσουν(ε) | θα παραδοθεί | θα παραδοθούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω    παραδώσει (θα έχω    παραδομένο)
 | θα έχουμε παραδώσει (θα έχουμε παραδομένο)
 | θα έχω    παραδοθεί (θα είμαι  παραδομένος, -η)
 | θα έχουμε παραδοθεί (θα είμαστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| θα έχεις παραδώσει (θα έχεις παραδομένο)
 | θα έχετε παραδώσει (θα έχετε παραδομένο)
 | θα έχεις παραδοθεί (θα είσαι παραδομένος, -η)
 | θα έχετε παραδοθεί (θα είστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| θα έχει  παραδώσει (θα έχει  παραδομένο)
 | θα έχουν παραδώσει (θα έχουν παραδομένο)
 | θα έχει  παραδοθεί (θα είναι παραδομένος, -η, -ο)
 | θα έχουν παραδοθεί (θα είναι παραδομένοι, -ες, -α)
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να παραδίνω | να παραδίνουμε, να παραδίνομε | να παραδίνομαι | να παραδινόμαστε | 
| να παραδίνεις | να παραδίνετε | να παραδίνεσαι | να παραδίνεστε, να παραδινόσαστε | 
| να παραδίνει | να παραδίνουν(ε) | να παραδίνεται | να παραδίνονται | 
| Aorist | να παραδώσω | να παραδώσουμε, να παραδώσομε | να παραδοθώ | να παραδοθούμε | 
| να παραδώσεις | να παραδώσετε | να παραδοθείς | να παραδοθείτε | 
| να παραδώσει | να παραδώσουν(ε) | να παραδοθεί | να παραδοθούν(ε) | 
| Perf | να έχω     παραδώσει (να έχω     παραδομένο)
 | να έχουμε  παραδώσει (να έχουμε  παραδομένο)
 | να έχω     παραδοθεί (να είμαι   παραδομένος, -η)
 | να έχουμε  παραδοθεί (να είμαστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| να έχεις παραδώσει (να έχεις παραδομένο)
 | να έχετε παραδώσει (να έχετε παραδομένο)
 | να έχεις παραδοθεί (να είσαι παραδομένος, -η)
 | να έχετε παραδοθεί (να είστε παραδομένοι, -ες)
 | 
| να έχει παραδώσει (να έχει παραδομένο)
 | να έχουν παραδώσει (να έχουν παραδομένο)
 | να έχει  παραδοθεί (να είναι παραδομένος, -η, -ο)
 | να έχουν παραδοθεί (να είναι παραδομένοι, -ες, -α)
 | 
| Imper ative
 | Pres | παράδινε | παραδίνετε |  | παραδίνεστε | 
| Aorist | παράδωσε | παραδώστε | παραδώσου | παραδοθείτε | 
| Part iciple
 | Pres | παραδίνοντας |  | 
| Perf | έχοντας παραδώσει, έχοντας παραδομένο | παραδομένος, -η, -ο | παραδομένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | παραδώσει | παραδοθεί |