ΠΑΛΛΩ
I vibrate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
πάλλω πάλλουμε, πάλλομε πάλλομαι παλλόμαστε
πάλλεις πάλλετε πάλλεσαι πάλλεστε, παλλόσαστε
πάλλει πάλλουν(ε) πάλλεται πάλλονται
Imper
fect
έπαλλα πάλλαμε παλλόμουν(α) παλλόμαστε
έπαλλες πάλλατε παλλόσουν(α) παλλόσαστε
έπαλλε έπαλλαν, πάλλαν(ε) παλλόταν(ε) πάλλονταν
Aorist έπαλα πάλαμε (πάλθηκα) (παλθήκαμε)
έπαλες πάλατε (πάλθηκες) (παλθήκατε)
έπαλε έπαλαν, πάλαν(ε) (πάλθηκε,) επάλη (πάλθηκαν,) επάλησαν
Per
fect
έχω πάλει έχουμε πάλει έχω παλεί
είμαι παλμένος, -η
έχουμε παλεί
είμαστε παλμένοι, -ες
έχεις πάλει έχετε πάλει έχεις παλεί
είσαι παλμένος, -η
έχετε παλεί
είστε παλμένοι, -ες
έχει πάλει έχουν πάλει έχει παλεί
είναι παλμένος, -η, -ο
έχουν παλεί
είναι παλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πάλει είχαμε πάλει είχα παλεί
ήμουν παλμένος, -η
είχαμε παλεί
ήμαστε παλμένοι, -ες
είχες πάλει είχατε πάλει είχες παλεί
ήσουν παλμένος, -η
είχατε παλεί
ήσαστε παλμένοι, -ες
είχε πάλει είχαν πάλει είχε παλεί
ήταν παλμένος, -η, -ο
είχαν παλεί
ήταν παλμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα πάλλω θα πάλλουμε, θα πάλλομε θα πάλλομαι θα παλλόμαστε
θα πάλλεις θα πάλλετε θα πάλλεσαι θα πάλλεστε, θα παλλόσαστε
θα πάλλει θα πάλλουν(ε) θα πάλλεται θα πάλλονται
Simp
Fut
θα πάλω θα πάλουμε, θα πάλομε θα παλώ θα παλούμε
θα πάλεις θα πάλετε θα παλείς θα παλείτε
θα πάλει θα πάλουν(ε) θα παλεί θα παλούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πάλει θα έχουμε πάλει θα έχω παλεί
θα είμαι παλμένος, -η
θα έχουμε παλεί
θα είμαστε παλμένοι, -ες
θα έχεις πάλει θα έχετε πάλει θα έχεις παλεί
θα είσαι παλμένος, -η
θα έχετε παλεί
θα είστε παλμένοι, -ες
θα έχει πάλει θα έχουν πάλει θα έχει παλεί
θα είναι παλμένος, -η, -ο
θα έχουν παλεί
θα είναι παλμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να πάλλω να πάλλουμε, να πάλλομε να πάλλομαι να παλλόμαστε
να πάλλεις να πάλλετε να πάλλεσαι να πάλλεστε, να παλλόσαστε
να πάλλει να πάλλουν(ε) να πάλλεται να πάλλονται
Aorist να πάλω να πάλουμε, να πάλομε να παλώ να παλούμε
να πάλεις να πάλετε να παλείς να παλείτε
να πάλει να πάλουν(ε) να παλεί να παλούν(ε)
Perf να έχω πάλει να έχουμε πάλει να έχω παλεί
να είμαι παλμένος, -η
να έχουμε παλεί
να είμαστε παλμένοι, -ες
να έχεις πάλει να έχετε πάλει να έχεις παλεί
να είσαι παλμένος, -η
να έχετε παλεί
να είστε παλμένοι, -ες
να έχει πάλει να έχουν πάλει να έχει παλεί
να είναι παλμένος, -η, -ο
να έχουν παλεί
να είναι παλμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πάλλε πάλλετε πάλλεστε
Aorist πάλε πάλτε, πάλετε παλείτε
Part
iciple
Pres πάλλοντας παλλόμενος
Perf έχοντας πάλει παλμένος, -η, -ο παλμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πάλει παλεί