ΠΑΛΕΥΩ
I wrestle
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παλεύω παλεύουμε, παλεύομε
παλεύεις παλεύετε
παλεύει παλεύουν(ε)
Imper
fect
πάλευα παλεύαμε
πάλευες παλεύατε
πάλευε πάλευαν, παλεύαν(ε)
Aorist πάλεψα παλέψαμε
πάλεψες παλέψατε
πάλεψε πάλεψαν, παλέψαν(ε)
Per
fect
έχω παλέψει έχουμε παλέψει
έχεις παλέψει έχετε παλέψει
έχει παλέψει έχουν παλέψει
Plu
per
fect
είχα παλέψει είχαμε παλέψει
είχες παλέψει είχατε παλέψει
είχε παλέψει είχαν παλέψει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παλεύω θα παλεύουμε, θα παλεύομε
θα παλεύεις θα παλεύετε
θα παλεύει θα παλεύουν(ε)
Simp
Fut
θα παλέψω θα παλέψουμε, θα παλέψομε
θα παλέψεις θα παλέψετε
θα παλέψει θα παλέψουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παλέψει θα έχουμε παλέψει
θα έχεις παλέψει θα έχετε παλέψει
θα έχει παλέψει θα έχουν παλέψει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παλεύω να παλεύουμε, να παλεύομε
να παλεύεις να παλεύετε
να παλεύει να παλεύουν(ε)
Aorist να παλέψω να παλέψουμε, να παλέψομε
να παλέψεις να παλέψετε
να παλέψει να παλέψουν(ε)
Perf να έχω παλέψει να έχουμε παλέψει
να έχεις παλέψει να έχετε παλέψει
να έχει παλέψει να έχουν παλέψει
Imper
ative
Pres πάλευε παλεύετε
Aorist πάλεψε παλέψτε, παλεύτε
Part
iciple
Pres παλεύοντας
Perf έχοντας παλέψει
Infin Aorist παλέψει