ΠΑΙΡΝΩ
I get
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παίρνω παίρνουμε, παίρνομε παίρνομαι παιρνόμαστε
παίρνεις παίρνετε παίρνεσαι παίρνεστε, παιρνόσαστε
παίρνει παίρνουν(ε) παίρνεται παίρνονται
Imper
fect
έπαιρνα παίρναμε παιρνόμουν(α) παιρνόμαστε, παιρνόμασταν
έπαιρνες παίρνατε παιρνόσουν(α) παιρνόσαστε, παιρνόσασταν
έπαιρνε έπαιρναν, παίρναν(ε) παιρνόταν(ε) παίρνονταν, παιρνόντανε, παιρνόντουσαν
Aorist πήρα πήραμε πάρθηκα παρθήκαμε
πήρες πήρατε πάρθηκες παρθήκατε
πήρε πήραν(ε) πάρθηκε πάρθηκαν, παρθήκαν(ε)
Per
fect
έχω πάρει έχουμε πάρει έχω παρθεί
είμαι παρμένος, -η
έχουμε παρθεί
είμαστε παρμένοι, -ες
έχεις πάρει έχετε πάρει έχεις παρθεί
είσαι παρμένος, -η
έχετε παρθεί
είστε παρμένοι, -ες
έχει πάρει έχουν πάρει έχει παρθεί
είναι παρμένος, -η, -ο
έχουν παρθεί
είναι παρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα πάρει είχαμε πάρει είχα παρθεί
ήμουν παρμένος, -η
είχαμε παρθεί
ήμαστε παρμένοι, -ες
είχες πάρει είχατε πάρει είχες παρθεί
ήσουν παρμένος, -η
είχατε παρθεί
ήσαστε παρμένοι, -ες
είχε πάρει είχαν πάρει είχε παρθεί
ήταν παρμένος, -η, -ο
είχαν παρθεί
ήταν παρμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα παίρνω θα παίρνουμε, θα παίρνομε θα παίρνομαι θα παιρνόμαστε
θα παίρνεις θα παίρνετε θα παίρνεσαι θα παίρνεστε, θα παιρνόσαστε
θα παίρνει θα παίρνουν(ε) θα παίρνεται θα παίρνονται
Simp
Fut
θα πάρω θα πάρουμε, θα πάρομε θα παρθώ θα παρθούμε
θα πάρεις θα πάρετε θα παρθείς θα παρθείτε
θα πάρει θα πάρουν(ε) θα παρθεί θα παρθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω πάρει θα έχουμε πάρει θα έχω παρθεί
θα είμαι παρμένος, -η
θα έχουμε παρθεί
θα είμαστε παρμένοι, -ες
θα έχεις πάρει θα έχετε πάρει θα έχεις παρθεί
θα είσαι παρμένος, -η
θα έχετε παρθεί
θα είστε παρμένοι, -ες
θα έχει πάρει θα έχουν πάρει θα έχει παρθεί
θα είναι παρμένος, -η, -ο
θα έχουν παρθεί
θα είναι παρμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παίρνω να παίρνουμε, να παίρνομε να παίρνομαι να παιρνόμαστε
να παίρνεις να παίρνετε να παίρνεσαι να παίρνεστε, να παιρνόσαστε
να παίρνει να παίρνουν(ε) να παίρνεται να παίρνονται
Aorist να πάρω να πάρουμε, να παρομε να παρθώ να παρθούμε
να πάρεις να πάρετε να παρθείς να παρθείτε
να πάρει να πάρουν(ε) να παρθεί να παρθούν(ε)
Perf να έχω πάρει να έχουμε πάρει να έχω παρθεί
να είμαι παρμένος, -η
να έχουμε παρθεί
να είμαστε παρμένοι, -ες
να έχεις πάρει να έχετε πάρει να έχεις παρθεί
να είσαι παρμένος, -η
να έχετε παρθεί
να είστε παρμένοι, -ες
να έχει πάρει να έχουν πάρει να έχει παρθεί
να είναι παρμένος, -η, -ο
να έχουν παρθεί
να είναι παρμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres παίρνε παίρνετε παίρνεστε
Aorist πάρε πάρτε πάρου παρθείτε
Part
iciple
Pres παίρνοντας
Perf έχοντας πάρει παρμένος, -η, -ο παρμένοι, -ες, -α
Infin Aorist πάρει παρθεί