ΟΡΙΖΩ
I define
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ορίζω ορίζουμε, ορίζομε ορίζομαι οριζόμαστε
ορίζεις ορίζετε ορίζεσαι ορίζεστε, οριζόσαστε
ορίζει ορίζουν(ε) ορίζεται ορίζονται
Imper
fect
όριζα ορίζαμε οριζόμουν(α) οριζόμαστε, οριζόμασταν
όριζες ορίζατε οριζόσουν(α) οριζόσαστε, οριζόσασταν
όριζε όριζαν, ορίζαν(ε) οριζόταν(ε) ορίζονταν, οριζόντανε, οριζόντουσαν
Aorist όρισα ορίσαμε ορίστηκα οριστήκαμε
όρισες ορίσατε ορίστηκες οριστήκατε
όρισε όρισαν, ορίσαν(ε) ορίστηκε ορίστηκαν, οριστήκαν(ε)
Per
fect
έχω ορίσει
έχω ορισμένο
έχουμε ορίσει
έχουμε ορισμένο
έχω οριστεί
είμαι ορισμένος, -η
έχουμε οριστεί
είμαστε ορισμένοι, -ες
έχεις ορίσει
έχεις ορισμένο
έχετε ορίσει
έχετε ορισμένο
έχεις οριστεί
είσαι ορισμένος, -η
έχετε οριστεί
είστε ορισμένοι, -ες
έχει ορίσει
έχει ορισμένο
έχουν ορίσει
έχουν ορισμένο
έχει οριστεί
είναι ορισμένος, -η, -ο
έχουν οριστεί
είναι ορισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ορίσει
είχα ορισμένο
είχαμε ορίσει
είχαμε ορισμένο
είχα οριστεί
ήμουν ορισμένος, -η
είχαμε οριστεί
ήμαστε ορισμένοι, -ες
είχες ορίσει
είχες ορισμένο
είχατε ορίσει
είχατε ορισμένο
είχες οριστεί
ήσουν ορισμένος, -η
είχατε οριστεί
ήσαστε ορισμένοι, -ες
είχε ορίσει
είχε ορισμένο
είχαν ορίσει
είχαν ορισμένο
είχε οριστεί
ήταν ορισμένος, -η, -ο
είχαν οριστεί
ήταν ορισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ορίζω θα ορίζουμε, θα ορίζομε θα ορίζομαι θα οριζόμαστε
θα ορίζεις θα ορίζετε θα ορίζεσαι θα ορίζεστε, θα οριζόσαστε
θα ορίζει θα ορίζουν(ε) θα ορίζεται θα ορίζονται
Simp
Fut
θα ορίσω θα ορίσουμε, θα ορίζομε θα οριστώ θα οριστούμε
θα ορίσεις θα ορίσετε θα οριστείς θα οριστείτε
θα ορίσει θα ορίσουν(ε) θα οριστεί θα οριστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ορίσει
θα έχω ορισμένο
θα έχουμε ορίσει
θα έχουμε ορισμένο
θα έχω οριστεί
θα είμαι ορισμένος, -η
θα έχουμε οριστεί
θα είμαστε ορισμένοι, -ες
θα έχεις ορίσει
θα έχεις ορισμένο
θα έχετε ορίσει
θα έχετε ορισμένο
θα έχεις οριστεί
θα είσαι ορισμένος, -η
θα έχετε οριστεί
θα είστε ορισμένοι, -ες
θα έχει ορίσει
θα έχει ορισμένο
θα έχουν ορίσει
θα έχουν ορισμένο
θα έχει οριστεί
θα είναι ορισμένος, -η, -ο
θα έχουν οριστεί
θα είναι ορισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ορίζω να ορίζουμε, να ορίζομε να ορίζομαι να οριζόμαστε
να ορίζεις να ορίζετε να ορίζεσαι να ορίζεστε, να οριζόσαστε
να ορίζει να ορίζουν(ε) να ορίζεται να ορίζονται
Aorist να ορίσω να ορίσουμε, να ορίσομε να οριστώ να οριστούμε
να ορίσεις να ορίσετε να οριστείς να οριστείτε
να ορίσει να ορίσουν(ε) να οριστεί να οριστούν(ε)
Perf να έχω ορίσει
να έχω ορισμένο
να έχουμε ορίσει
να έχουμε ορισμένο
να έχω οριστεί
να είμαι ορισμένος, -η
να έχουμε οριστεί
να είμαστε ορισμένοι, -ες
να έχεις ορίσει
να έχεις ορισμένο
να έχετε ορίσει
να έχετε ορισμένο
να έχεις οριστεί
να είσαι ορισμένος, -η
να έχετε οριστεί
να είστε ορισμένοι, -ες
να έχει ορίσει
να έχει ορισμένο
να έχουν ορίσει
να έχουν ορισμένο
να έχει οριστεί
να είναι ορισμένος, -η, -ο
να έχουν οριστεί
να είναι ορισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres όριζε ορίζετε ορίζεστε
Aorist όρισε ορίστε ορίσου οριστείτε
Part
iciple
Pres ορίζοντας οριζόμενος
Perf έχοντας ορίσει, έχοντας ορισμένο ορισμένος, -η, -ο ορισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ορίσει οριστεί