ΟΔΥΡΟΜΑΙ
I wail
Medio-Passive
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
οδύρομαι οδυρόμαστε
οδύρεσαι οδύρεστε, οδυρόσαστε
οδύρεται οδύρονται
Imper
fect
οδυρόμουν(α) οδυρόμαστε
οδυρόσουν(α) οδυρόσαστε
οδυρόταν(ε) οδύρονταν
Fut
ure
Cont
inuous
θα οδύρομαι θα οδυρόμαστε
θα οδύρεσαι θα οδύρεστε, θα οδυρόσαστε
θα οδύρεται θα οδύρονται
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να οδύρομαι να οδυρόμαστε
να οδύρεσαι να οδύρεστε, να οδυρόσαστε
να οδύρεται να οδύρονται
Imper
ative
Pres οδύρεστε
Part
iciple
Pres οδυρόμενος