ΟΦΕΙΛΩ
I owe
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
οφείλω οφείλουμε, οφείλομε
οφείλεις οφείλετε
οφείλει οφείλουν(ε)
Imper
fect
όφειλα οφείλαμε
όφειλες οφείλατε
όφειλε όφειλαν, οφείλαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα οφείλω θα οφείλουμε, θα οφείλομε
θα οφείλεις θα οφείλετε
θα οφείλει θα οφείλουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να οφείλω να οφείλουμε, να οφείλομε
να οφείλεις να οφείλετε
να οφείλει να οφείλουν(ε)
Imper
ative
Pres όφειλε οφείλετε
Part
iciple
Pres οφείλοντας