ΜΠΑΖΩ
I put in
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μπάζω μπάζουμε, μπάζομε
μπάζεις μπάζετε
μπάζει μπάζουν(ε)
Imper
fect
έμπαζα μπάζαμε
έμπαζες μπάζατε
έμπαζε έμπαζαν, μπάζαν(ε)
Aorist έμπασα μπάσαμε
έμπασες μπάσατε
έμπασε έμπασαν, μπάσαν(ε)
Per
fect
έχω μπάσει έχουμε μπάσει
έχεις μπάσει έχετε μπάσει
έχει μπάσει έχουν μπάσει
Plu
per
fect
είχα μπάσει είχαμε μπάσει
είχες μπάσει είχατε μπάσει
είχε μπάσει είχαν μπάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μπάζω θα μπάζουμε, θα μπάζομε
θα μπάζεις θα μπάζετε
θα μπάζει θα μπάζουν(ε)
Simp
Fut
θα μπάσω θα μπάσουμε, θα μπάζομε
θα μπάσεις θα μπάσετε
θα μπάσει θα μπάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μπάσει θα έχουμε μπάσει
θα έχεις μπάσει θα έχετε μπάσει
θα έχει μπάσει θα έχουν μπάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μπάζω να μπάζουμε, να μπάζομε
να μπάζεις να μπάζετε
να μπάζει να μπάζουν(ε)
Aorist να μπάσω να μπάσουμε, να μπάσομε
να μπάσεις να μπάσετε
να μπάσει να μπάσουν(ε)
Perf να έχω μπάσει να έχουμε μπάσει
να έχεις μπάσει να έχετε μπάσει
να έχει μπάσει να έχουν μπάσει
Imper
ative
Pres μπάζε μπάζετε
Aorist μπάσε μπάστε
Part
iciple
Pres μπάζοντας
Perf έχοντας μπάσει
Infin Aorist μπάσει