ΜΟΥΡΜΟΥΡΑΩ
I murmur
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μουρμουράω, μουρμουρίζω μουρμουράμε, μουρμουρούμε
μουρμουράς μουρμουράτε
μουρμουράει, μουρμουρά μουρμουράν(ε), μουρμουρούν(ε)
Imper
fect
μουρμουρούσα, μουρμούραγα μουρμουρούσαμε, μουρμουράγαμε
μουρμουρούσες, μουρμούραγες μουρμουρούσατε, μουρμουράγατε
μουρμουρούσε, μουρμούραγε μουρμουρούσαν(ε), μουρμούραγαν, μουρμουράγανε
Aorist μουρμούρισα μουρμουρίσαμε
μουρμούρισες μουρμουρίσατε
μουρμούρισε μουρμούρισαν, μουρμουρίσαν(ε)
Per
fect
έχω μουρμουρίσει έχουμε μουρμουρίσει
έχεις μουρμουρίσει έχετε μουρμουρίσει
έχει μουρμουρίσει έχουν μουρμουρίσει
Plu
per
fect
είχα μουρμουρίσει είχαμε μουρμουρίσει
είχες μουρμουρίσει είχατε μουρμουρίσει
είχε μουρμουρίσει είχαν μουρμουρίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα μουρμουράω θα μουρμουράμε, θα μουρμουρούμε
θα μουρμουράς θα μουρμουράτε
θα μουρμουράει, θα μουρμουρά θα μουρμουράν(ε), θα μουρμουρούν(ε)
Simp
Fut
θα μουρμουρίσω θα μουρμουρίσουμε, θα μουρμουρίζομε
θα μουρμουρίσεις θα μουρμουρίσετε
θα μουρμουρίσει θα μουρμουρίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μουρμουρίσει θα έχουμε μουρμουρίσει
θα έχεις μουρμουρίσει θα έχετε μουρμουρίσει
θα έχει μουρμουρίσει θα έχουν μουρμουρίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μουρμουράω να μουρμουράμε, να μουρμουρούμε
να μουρμουράς να μουρμουράτε
να μουρμουράει, να μουρμουρά να μουρμουράν(ε), να μουρμουρούν(ε)
Aorist να μουρμουρίσω να μουρμουρίσουμε, να μουρμουρίσομε
να μουρμουρίσεις να μουρμουρίσετε
να μουρμουρίσει να μουρμουρίσουν(ε)
Perf να έχω μουρμουρίσει να έχουμε μουρμουρίσει
να έχεις μουρμουρίσει να έχετε μουρμουρίσει
να έχει μουρμουρίσει να έχουν μουρμουρίσει
Imper
ative
Pres μουρμούρα, μουρμούραγε μουρμουράτε
Aorist μουρμούρισε, μουρμούρα μουρμουρίστε
Part
iciple
Pres μουρμουρώντας
Perf έχοντας μουρμουρίσει
Infin Aorist μουρμουρίσει