ΜΟΡΦΩΝΩ
I educate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μορφώνω μορφώνουμε, μορφώνομε μορφώνομαι μορφωνόμαστε
μορφώνεις μορφώνετε μορφώνεσαι μορφώνεστε, μορφωνόσαστε
μορφώνει μορφώνουν(ε) μορφώνεται μορφώνονται
Imper
fect
μόρφωνα μορφώναμε μορφωνόμουν(α) μορφωνόμαστε, μορφωνόμασταν
μόρφωνες μορφώνατε μορφωνόσουν(α) μορφωνόσαστε, μορφωνόσασταν
μόρφωνε μόρφωναν, μορφώναν(ε) μορφωνόταν(ε) μορφώνονταν, μορφωνόντανε, μορφωνόντουσαν
Aorist μόρφωσα μορφώσαμε μορφώθηκα μορφωθήκαμε
μόρφωσες μορφώσατε μορφώθηκες μορφωθήκατε
μόρφωσε μόρφωσαν, μορφώσαν(ε) μορφώθηκε μορφώθηκαν, μορφωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω μορφώσει
έχω μορφωμένο
έχουμε μορφώσει
έχουμε μορφωμένο
έχω μορφωθεί
είμαι μορφωμένος, -η
έχουμε μορφωθεί
είμαστε μορφωμένοι, -ες
έχεις μορφώσει
έχεις μορφωμένο
έχετε μορφώσει
έχετε μορφωμένο
έχεις μορφωθεί
είσαι μορφωμένος, -η
έχετε μορφωθεί
είστε μορφωμένοι, -ες
έχει μορφώσει
έχει μορφωμένο
έχουν μορφώσει
έχουν μορφωμένο
έχει μορφωθεί
είναι μορφωμένος, -η, -ο
έχουν μορφωθεί
είναι μορφωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μορφώσει
είχα μορφωμένο
είχαμε μορφώσει
είχαμε μορφωμένο
είχα μορφωθεί
ήμουν μορφωμένος, -η
είχαμε μορφωθεί
ήμαστε μορφωμένοι, -ες
είχες μορφώσει
είχες μορφωμένο
είχατε μορφώσει
είχατε μορφωμένο
είχες μορφωθεί
ήσουν μορφωμένος, -η
είχατε μορφωθεί
ήσαστε μορφωμένοι, -ες
είχε μορφώσει
είχε μορφωμένο
είχαν μορφώσει
είχαν μορφωμένο
είχε μορφωθεί
ήταν μορφωμένος, -η, -ο
είχαν μορφωθεί
ήταν μορφωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μορφώνω θα μορφώνουμε, θα μορφώνομε θα μορφώνομαι θα μορφωνόμαστε
θα μορφώνεις θα μορφώνετε θα μορφώνεσαι θα μορφώνεστε, θα μορφωνόσαστε
θα μορφώνει θα μορφώνουν(ε) θα μορφώνεται θα μορφώνονται
Simp
Fut
θα μορφώσω θα μορφώσουμε, θα μορφώσομε θα μορφωθώ θα μορφωθούμε
θα μορφώσεις θα μορφώσετε θα μορφωθείς θα μορφωθείτε
θα μορφώσει θα μορφώσουν θα μορφωθεί θα μορφωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μορφώσει
θα έχω μορφωμένο
θα έχουμε μορφώσει
θα έχουμε μορφωμένο
θα έχω μορφωθεί
θα είμαι μορφωμένος, -η
θα έχουμε μορφωθεί
θα είμαστε μορφωμένοι, -ες
θα έχεις μορφώσει
θα έχεις μορφωμένο
θα έχετε μορφώσει
θα έχετε μορφωμένο
θα έχεις μορφωθεί
θα είσαι μορφωμένος, -η
θα έχετε μορφωθεί
θα είστε μορφωμένοι, -ες
θα έχει μορφώσει
θα έχει μορφωμένο
θα έχουν μορφώσει
θα έχουν μορφωμένο
θα έχει μορφωθεί
θα είναι μορφωμένος, -η, -ο
θα έχουν μορφωθεί
θα είναι μορφωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μορφώνω να μορφώνουμε, να μορφώνομε να μορφώνομαι να μορφωνόμαστε
να μορφώνεις να μορφώνετε να μορφώνεσαι να μορφώνεστε, να μορφωνόσαστε
να μορφώνει να μορφώνουν(ε) να μορφώνεται να μορφώνονται
Aorist να μορφώσω να μορφώσουμε, να μορφώσομε να μορφωθώ να μορφωθούμε
να μορφώσεις να μορφώσετε να μορφωθείς να μορφωθείτε
να μορφώσει να μορφώσουν(ε) να μορφωθεί να μορφωθούν(ε)
Perf να έχω μορφώσει
να έχω μορφωμένο
να έχουμε μορφώσει
να έχουμε μορφωμένο
να έχω μορφωθεί
να είμαι μορφωμένος, -η
να έχουμε μορφωθεί
να είμαστε μορφωμένοι, -ες
να έχεις μορφώσει
να έχεις μορφωμένο
να έχετε μορφώσει
να έχετε μορφωμένο
να έχεις μορφωθεί
να είσαι μορφωμένος, -η
να έχετε μορφωθεί
να είστε μορφωμένοι, -ες
να έχει μορφώσει
να έχει μορφωμένο
να έχουν μορφώσει
να έχουν μορφωμένο
να έχει μορφωθεί
να είναι μορφωμένος, -η, -ο
να έχουν μορφωθεί
να είναι μορφωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μόρφωνε μορφώνετε μορφώνεστε
Aorist μόρφωσε μορφώστε, μορφώσετε μορφώσου μορφωθείτε
Part
iciple
Pres μορφώνοντας
Perf έχοντας μορφώσει, έχοντας μορφωμένο μορφωμένος, -η, -ο μορφωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μορφώσει μορφωθεί