ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΩ I transport |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μετακομίζω | μετακομίζουμε, μετακομίζομε |
μετακομίζεις | μετακομίζετε | ||
μετακομίζει | μετακομίζουν(ε) | ||
Imper fect |
μετακόμιζα | μετακομίζαμε | |
μετακόμιζες | μετακομίζατε | ||
μετακόμιζε | μετακόμιζαν, μετακομίζαν(ε) | ||
Aorist | μετακόμισα | μετακομίσαμε | |
μετακόμισες | μετακομίσατε | ||
μετακόμισε | μετακόμισαν, μετακομίσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω μετακομίσει | έχουμε μετακομίσει | |
έχεις μετακομίσει | έχετε μετακομίσει | ||
έχει μετακομίσει | έχουν μετακομίσει | ||
Plu per fect |
είχα μετακομίσει | είχαμε μετακομίσει | |
είχες μετακομίσει | είχατε μετακομίσει | ||
είχε μετακομίσει | είχαν μετακομίσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα μετακομίζω | θα μετακομίζουμε, θα μετακομίζομε | |
θα μετακομίζεις | θα μετακομίζετε | ||
θα μετακομίζει | θα μετακομίζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα μετακομίσω | θα μετακομίσουμε, θα μετακομίζομε | |
θα μετακομίσεις | θα μετακομίσετε | ||
θα μετακομίσει | θα μετακομίσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω μετακομίσει | θα έχουμε μετακομίσει | |
θα έχεις μετακομίσει | θα έχετε μετακομίσει | ||
θα έχει μετακομίσει | θα έχουν μετακομίσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μετακομίζω | να μετακομίζουμε, να μετακομίζομε |
να μετακομίζεις | να μετακομίζετε | ||
να μετακομίζει | να μετακομίζουν(ε) | ||
Aorist | να μετακομίσω | να μετακομίσουμε, να μετακομίσομε | |
να μετακομίσεις | να μετακομίσετε | ||
να μετακομίσει | να μετακομίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω μετακομίσει | να έχουμε μετακομίσει | |
να έχεις μετακομίσει | να έχετε μετακομίσει | ||
να έχει μετακομίσει | να έχουν μετακομίσει | ||
Imper ative |
Pres | μετακόμιζε | μετακομίζετε |
Aorist | μετακόμισε | μετακομίσετε | |
Part iciple |
Pres | μετακομίζοντας | |
Perf | έχοντας μετακομίσει | ||
Infin | Aorist | μετακομίσει |