ΛΥΠΩ
I sadden
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λυπώ λυπούμε λυπάμαι, λυπούμαι λυπόμαστε, λυπούμαστε
λυπείς λυπείτε λυπάσαι λυπάστε, λυπόσαστε
λυπεί λυπούν(ε) λυπάται λυπούνται, λυπόνται
Imper
fect
λυπούσα λυπούσαμε λυπόμουν(ε) λυπόμαστε, λυπούμαστε, λυπόμασταν
λυπούσες λυπούσατε λυπόσουν(α) λυπόσαστε, λυπόσασταν
λυπούσε λυπούσαν(ε) λυπόταν(ε) λυπόνταν(ε), λυπούνταν, λυπόντουσαν
Aorist λύπησα λυπήσαμε λυπήθηκα λυπηθήκαμε
λύπησες λυπήσατε λυπήθηκες λυπηθήκατε
λύπησε λύπησαν, λυπήσαν(ε) λυπήθηκε λυπήθηκαν, λυπηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω λυπήσει
έχω λυπημένο
έχουμε λυπήσει
έχουμε λυπημένο
έχω λυπηθεί
είμαι λυπημένος, -η
έχουμε λυπηθεί
είμαστε λυπημένοι, -ες
έχεις λυπήσει
έχεις λυπημένο
έχετε λυπήσει
έχετε λυπημένο
έχεις λυπηθεί
είσαι λυπημένος, -η
έχετε λυπηθεί
είστε λυπημένοι, -ες
έχει λυπήσει
έχει λυπημένο
έχουν λυπήσει
έχουν λυπημένο
έχει λυπηθεί
είναι λυπημένος, -η, -ο
έχουν λυπηθεί
είναι λυπημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ect
είχα λυπήσει
είχα λυπημένο
είχαμε λυπήσει
είχαμε λυπημένο
είχα λυπηθεί
ήμουν λυπημένος, -η
είχαμε λυπηθεί
ήμαστε λυπημένοι, -ες
είχες λυπήσει
είχες λυπημένο
είχατε λυπήσει
είχατε λυπημένο
είχες λυπηθεί
ήσουν λυπημένος, -η
είχατε λυπηθεί
ήσαστε λυπημένοι, -ες
είχε λυπήσει
είχε λυπημένο
είχαν λυπήσει
είχαν λυπημένο
είχε λυπηθεί
ήταν λυπημένος, -η, -ο
είχαν λυπηθεί
ήταν λυπημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα λυπώ θα λυπούμε θα λυπάμαι, θα λυπούμαι θα λυπόμαστε, θα λυπούμαστε
θα λυπείς θα λυπείτε θα λυπάσαι θα λυπάστε, θα λυπόσαστε
θα λυπεί θα λυπούν(ε) θα λυπάται θα λυπούνται, θα λυπόνται
Simp
Fut
θα λυπήσω θα λυπήσουμε θα λυπηθώ θα λυπηθούμε
θα λυπήσεις θα λυπήσετε θα λυπηθείς θα λυπηθείτε
θα λυπήσει θα λυπήσουν(ε) θα λυπηθεί θα λυπηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λυπήσει
θα έχω λυπημένο
θα έχουμε λυπήσει
θα έχουμε λυπημένο
θα έχω λυπηθεί
θα είμαι λυπημένος, -η
θα έχουμε λυπηθεί
θα είμαστε λυπημένοι, -ες
θα έχεις λυπήσει
θα έχεις λυπημένο
θα έχετε λυπήσει
θα έχετε λυπημένο
θα έχεις λυπηθεί
θα είσαι λυπημένος, -η
θα έχετε λυπηθεί
θα είστε λυπημένοι, -η
θα έχει λυπήσει
θα έχει λυπημένο
θα έχουν λυπήσει
θα έχουν λυπημένο
θα έχει λυπηθεί
θα είναι λυπημένος, -η, -ο
θα έχουν λυπηθεί
θα είναι λυπημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λυπώ να λυπούμε να λυπάμαι, να λυπούμαι να λυπόμαστε, να λυπούμαστε
να λυπείς να λυπείτε να λυπάσαι να λυπάστε, να λυπόσαστε
να λυπεί να λυπούν(ε) να λυπάται να λυπούνται, να λυπόνται
Aorist να λυπήσω να λυπήσουμε, να λυπήσομε να λυπηθώ να λυπηθούμε
να λυπήσεις να λυπήσετε να λυπηθείς να λυπηθείτε
να λυπήσει να λυπήσουν(ε) να λυπηθεί να λυπηθούν(ε)
Perf να έχω λυπήσει
να έχω λυπημένο
να έχουμε λυπήσει
να έχουμε λυπημένο
να έχω λυπηθεί
να είμαι λυπημένος, -η
να έχουμε λυπηθεί
να είμαστε λυπημένοι, -ες
να έχεις λυπήσει
να έχεις λυπημένο
να έχετε λυπήσει
να έχετε λυπημένο
να έχεις λυπηθεί
να είσαι λυπημένος, -η
να έχετε λυπηθεί
να είστε λυπημένοι, -ες
να έχει λυπήσει
να έχει λυπημένο
να έχουν λυπήσει
να έχουν λυπημένο
να έχει λυπηθεί
να είναι λυπημένος, -η, -ο
να έχουν λυπηθεί
να είναι λυπημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres λυπείτε λυπάστε
Aorist λύπησε λυπήστε, λυπήσετε λυπήσου λυπηθείτε
Part
iciple
Pres λυπώντας
Perf έχοντας λυπήσει, έχοντας λυπημένο λυπημένος, -η, -ο λυπημένοι, -ες, -α
Infin Aorist λυπήσει λυπηθεί