ΜΑΓΕΥΩ
I bewitch
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μαγεύω μαγεύουμε, μαγεύομε μαγεύομαι μαγευόμαστε
μαγεύεις μαγεύετε μαγεύεσαι μαγεύεστε, μαγευόσαστε
μαγεύει μαγεύουν(ε) μαγεύεται μαγεύονται
Imper
fect
μάγευα μαγεύαμε μαγευόμουν(α) μαγευόμαστε, μαγευόμασταν
μάγευες μαγεύατε μαγευόσουν(α) μαγευόσαστε, μαγευόσασταν
μάγευε μάγευαν, μαγεύαν(ε) μαγευόταν(ε) μαγεύονταν, μαγευόντανε, μαγευόντουσαν
Aorist μάγεψα μαγέψαμε μαγεύτηκα μαγευτήκαμε
μάγεψες μαγέψατε μαγεύτηκες μαγευτήκατε
μάγεψε μάγεψαν, μαγέψαν(ε) μαγεύτηκε μαγεύτηκαν, μαγευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω μαγέψει
έχω μαγεμένο
έχουμε μαγέψει
έχουμε μαγεμένο
έχω μαγευτεί
είμαι μαγεμένος, -η
έχουμε μαγευτεί
είμαστε μαγεμένοι, -ες
έχεις μαγέψει
έχεις μαγεμένο
έχετε μαγέψει
έχετε μαγεμένο
έχεις μαγευτεί
είσαι μαγεμένος, -η
έχετε μαγευτεί
είστε μαγεμένοι, -ες
έχει μαγέψει
έχει μαγεμένο
έχουν μαγέψει
έχουν μαγεμένο
έχει μαγευτεί
είναι μαγεμένος, -η, -ο
έχουν μαγευτεί
είναι μαγεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα μαγέψει
είχα μαγεμένο
είχαμε μαγέψει
είχαμε μαγεμένο
είχα μαγευτεί
ήμουν μαγεμένος, -η
είχαμε μαγευτεί
ήμαστε μαγεμένοι, -ες
είχες μαγέψει
είχες μαγεμένο
είχατε μαγέψει
είχατε μαγεμένο
είχες μαγευτεί
ήσουν μαγεμένος, -η
είχατε μαγευτεί
ήσαστε μαγεμένοι, -ες
είχε μαγέψει
είχε μαγεμένο
είχαν μαγέψει
είχαν μαγεμένο
είχε μαγευτεί
ήταν μαγεμένος, -η, -ο
είχαν μαγευτεί
ήταν μαγεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα μαγεύω θα μαγεύουμε, θα μαγεύομε θα μαγεύομαι θα μαγευόμαστε
θα μαγεύεις θα μαγεύετε θα μαγεύεσαι θα μαγεύεστε, θα μαγευόσαστε
θα μαγεύει θα μαγεύουν(ε) θα μαγεύεται θα μαγεύονται
Simp
Fut
θα μαγέψω θα μαγέψουμε, θα μαγέψομε θα μαγευτώ θα μαγευτούμε
θα μαγέψεις θα μαγέψετε θα μαγευτείς θα μαγευτείτε
θα μαγέψει θα μαγέψουν(ε) θα μαγευτεί θα μαγευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω μαγέψει
θα έχω μαγεμένο
θα έχουμε μαγέψει
θα έχουμε μαγεμένο
θα έχω μαγευτεί
θα είμαι μαγεμένος, -η
θα έχουμε μαγευτεί
θα είμαστε μαγεμένοι, -ες
θα έχεις μαγέψει
θα έχεις μαγεμένο
θα έχετε μαγέψει
θα έχετε μαγεμένο
θα έχεις μαγευτεί
θα είσαι μαγεμένος, -η
θα έχετε μαγευτεί
θα είστε μαγεμένοι, -ες
θα έχει μαγέψει
θα έχει μαγεμένο
θα έχουν μαγέψει
θα έχουν μαγεμένο
θα έχει μαγευτεί
θα είναι μαγεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαγευτεί
θα είναι μαγεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μαγεύω να μαγεύουμε, να μαγεύομε να μαγεύομαι να μαγευόμαστε
να μαγεύεις να μαγεύετε να μαγεύεσαι να μαγεύεστε, να μαγευόσαστε
να μαγεύει να μαγεύουν(ε) να μαγεύεται να μαγεύονται
Aorist να μαγέψω να μαγέψουμε, να μαγέψομε να μαγευτώ να μαγευτούμε
να μαγέψεις να μαγέψετε να μαγευτείς να μαγευτείτε
να μαγέψει να μαγέψουν(ε) να μαγευτεί να μαγευτούν(ε)
Perf να έχω μαγέψει
να έχω μαγεμένο
να έχουμε μαγέψει
να έχουμε μαγεμένο
να έχω μαγευτεί
να είμαι μαγεμένος, -η
να έχουμε μαγευτεί
να είμαστε μαγεμένοι, -ες
να έχεις μαγέψει
να έχεις μαγεμένο
να έχετε μαγέψει
να έχετε μαγεμένο
να έχεις μαγευτεί
να είσαι μαγεμένος, -η
να έχετε μαγευτεί
να είστε μαγεμένοι, -ες
να έχει μαγέψει
να έχει μαγεμένο
να έχουν μαγέψει
να έχουν μαγεμένο
να έχει μαγευτεί
να είναι μαγεμένος, -η, -ο
να έχουν μαγευτεί
να είναι μαγεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres μάγευε μαγεύετε μαγεύεστε
Aorist μάγεψε μαγέψτε, μαγεύτε μαγέψου μαγευτείτε
Part
iciple
Pres μαγεύοντας
Perf έχοντας μαγέψει, έχοντας μαγεμένο μαγεμένος, -η, -ο μαγεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist μαγέψει μαγευτεί