ΛΑΧΑΝΙΑΖΩ
I gasp
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
λαχανιάζω λαχανιάζουμε, λαχανιάζομε
λαχανιάζεις λαχανιάζετε
λαχανιάζει λαχανιάζουν(ε)
Imper
fect
λαχάνιαζα λαχανιάζαμε
λαχάνιαζες λαχανιάζατε
λαχάνιαζε λαχάνιαζαν, λαχανιάζαν(ε)
Aorist λαχάνιασα λαχανιάσαμε
λαχάνιασες λαχανιάσατε
λαχάνιασε λαχάνιασαν, λαχανιάσαν(ε)
Per
fect
έχω λαχανιάσει έχουμε λαχανιάσει
έχεις λαχανιάσει έχετε λαχανιάσει
έχει λαχανιάσει έχουν λαχανιάσει
Plu
per
fect
είχα λαχανιάσει είχαμε λαχανιάσει
είχες λαχανιάσει είχατε λαχανιάσει
είχε λαχανιάσει είχαν λαχανιάσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα λαχανιάζω θα λαχανιάζουμε, θα λαχανιάζομε
θα λαχανιάζεις θα λαχανιάζετε
θα λαχανιάζει θα λαχανιάζουν(ε)
Simp
Fut
θα λαχανιάσω θα λαχανιάσουμε, θα λαχανιάζομε
θα λαχανιάσεις θα λαχανιάσετε
θα λαχανιάσει θα λαχανιάσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω λαχανιάσει θα έχουμε λαχανιάσει
θα έχεις λαχανιάσει θα έχετε λαχανιάσει
θα έχει λαχανιάσει θα έχουν λαχανιάσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να λαχανιάζω να λαχανιάζουμε, να λαχανιάζομε
να λαχανιάζεις να λαχανιάζετε
να λαχανιάζει να λαχανιάζουν(ε)
Aorist να λαχανιάσω να λαχανιάσουμε, να λαχανιάσομε
να λαχανιάσεις να λαχανιάσετε
να λαχανιάσει να λαχανιάσουν(ε)
Perf να έχω λαχανιάσει να έχουμε λαχανιάσει
να έχεις λαχανιάσει να έχετε λαχανιάσει
να έχει λαχανιάσει να έχουν λαχανιάσει
Imper
ative
Pres λαχάνιαζε λαχανιάζετε
Aorist λαχάνιασε λαχανιάστε
Part
iciple
Pres λαχανιάζοντας
Perf έχοντας λαχανιάσει
Infin Aorist λαχανιάσει