ΚΥΝΗΓΩ
I hunt
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κυνηγάω, κυνηγώ κυνηγάμε, κυνηγούμε κυνηγιέμαι κυνηγιόμαστε
κυνηγάς κυνηγάτε κυνηγιέσαι κυνηγιέστε, κυνηγιόσαστε
κυνηγάει, κυνηγά κυνηγάν(ε), κυνηγούν(ε) κυνηγιέται κυνηγιούνται, κυνηγιόνται
Imper
fect
κυνηγούσα, κυνήγαγα κυνηγούσαμε, κυνηγάγαμε κυνηγιόμουν(α) κυνηγιόμαστε, κυνηγιόμασταν
κυνηγούσες, κυνήγαγες κυνηγούσατε, κυνηγάγατε κυνηγιόσουν(α) κυνηγιόσαστε, κυνηγιόσασταν
κυνηγούσε, κυνήγαγε κυνηγούσαν(ε), κυνήγαγαν, κυνηγάγανε κυνηγιόταν(ε) κυνηγιόνταν(ε), κυνηγιούνταν, κυνηγιόντουσαν
Aorist κυνήγησα κυνηγήσαμε κυνηγήθηκα κυνηγηθήκαμε
κυνήγησες κυνηγήσατε κυνηγήθηκες κυνηγηθήκατε
κυνήγησε κυνήγησαν, κυνηγήσαν(ε) κυνηγήθηκε κυνηγήθηκαν, κυνηγηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κυνηγήσει
έχω κυνηγημένο
έχουμε κυνηγήσει
έχουμε κυνηγημένο
έχω κυνηγηθεί
είμαι κυνηγημένος, -η
έχουμε κυνηγηθεί
είμαστε κυνηγημένοι, -ες
έχεις κυνηγήσει
έχεις κυνηγημένο
έχετε κυνηγήσει
έχετε κυνηγημένο
έχεις κυνηγηθεί
είσαι κυνηγημένος, -η
έχετε κυνηγηθεί
είστε κυνηγημένοι, -ες
έχει κυνηγήσει
έχει κυνηγημένο
έχουν κυνηγήσει
έχουν κυνηγημένο
έχει κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένος, -η, -ο
έχουν κυνηγηθεί
είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κυνηγήσει
είχα κυνηγημένο
είχαμε κυνηγήσει
είχαμε κυνηγημένο
είχα κυνηγηθεί
ήμουν κυνηγημένος, -η
είχαμε κυνηγηθεί
ήμαστε κυνηγημένοι, -ες
είχες κυνηγήσει
είχες κυνηγημένο
είχατε κυνηγήσει
είχατε κυνηγημένο
είχες κυνηγηθεί
ήσουν κυνηγημένος, -η
είχατε κυνηγηθεί
ήσαστε κυνηγημένοι, -ες
είχε κυνηγήσει
είχε κυνηγημένο
είχαν κυνηγήσει
είχαν κυνηγημένο
είχε κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένος, -η, -ο
είχαν κυνηγηθεί
ήταν κυνηγημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κυνηγάω, θα κυνηγώ θα κυνηγάμε, θα κυνηγούμε θα κυνηγιέμαι θα κυνηγιόμαστε
θα κυνηγάς θα κυνηγάτε θα κυνηγιέσαι θα κυνηγιέστε, θα κυνηγιόσαστε
θα κυνηγάει, θα κυνηγά θα κυνηγάν(ε), θα κυνηγούν(ε) θα κυνηγιέται θα κυνηγιούνται, θα κυνηγιόνται
Simp
Fut
θα κυνηγήσω θα κυνηγήσουμε, θα κυνηγήσομε θα κυνηγηθώ θα κυνηγηθούμε
θα κυνηγήσεις θα κυνηγήσετε θα κυνηγηθείς θα κυνηγηθείτε
θα κυνηγήσει θα κυνηγήσουν(ε) θα κυνηγηθεί θα κυνηγηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κυνηγήσει
θα έχω κυνηγημένο
θα έχουμε κυνηγήσει
θα έχουμε κυνηγημένο
θα έχω κυνηγηθεί
θα είμαι κυνηγημένος, -η
θα έχουμε κυνηγηθεί
θα είμαστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχεις κυνηγήσει
θα έχεις κυνηγημένο
θα έχετε κυνηγήσει
θα έχετε κυνηγημένο
θα έχεις κυνηγηθεί
θα είσαι κυνηγημένος, -η
θα έχετε κυνηγηθεί
θα είστε κυνηγημένοι, -ες
θα έχει κυνηγήσει
θα έχει κυνηγημένο
θα έχουν κυνηγήσει
θα έχουν κυνηγημένο
θα έχει κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένος, -η, -ο
θα έχουν κυνηγηθεί
θα είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κυνηγάω, να κυνηγώ να κυνηγάμε, να κυνηγούμε να κυνηγιέμαι να κυνηγιόμαστε
να κυνηγάς να κυνηγάτε να κυνηγιέσαι να κυνηγιέστε, να κυνηγιόσαστε
να κυνηγάει, να κυνηγά να κυνηγάν(ε), να κυνηγούν(ε) να κυνηγιέται να κυνηγιούνται, να κυνηγιόνται
Aorist να κυνηγήσω να κυνηγήσουμε, να κυνηγήσομε να κυνηγηθώ να κυνηγηθούμε
να κυνηγήσεις να κυνηγήσετε να κυνηγηθείς να κυνηγηθείτε
να κυνηγήσει να κυνηγήσουν(ε) να κυνηγηθεί να κυνηγηθούν(ε)
Perf να έχω κυνηγήσει
να έχω κυνηγημένο
να έχουμε κυνηγήσει
να έχουμε κυνηγημένο
να έχω κυνηγηθεί
να είμαι κυνηγημένος, -η
να έχουμε κυνηγηθεί
να είμαστε κυνηγημένοι, -ες
να έχεις κυνηγήσει
να έχεις κυνηγημένο
να έχετε κυνηγήσει
να έχετε κυνηγημένο
να έχεις κυνηγηθεί
να είσαι κυνηγημένος, -η
να έχετε κυνηγηθεί
να είστε κυνηγημένοι, -η
να έχει κυνηγήσει
να έχει κυνηγημένο
να έχουν κυνηγήσει
να έχουν κυνηγημένο
να έχει κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένος, -η, -ο
να έχουν κυνηγηθεί
να είναι κυνηγημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κυνήγα, κυνήγαγε κυνηγάτε κυνηγιέστε
Aorist κυνήγησε, κυνήγα κυνηγήστε κυνηγήσου κυνηγηθείτε
Part
iciple
Pres κυνηγώντας
Perf έχοντας κυνηγήσει, έχοντας κυνηγημένο κυνηγημένος, -η, -ο κυνηγημένοι, -ες, -α
Infin Aorist κυνηγήσει κυνηγηθεί