ΚΥΜΑΤΙΖΩ
I wave
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κυματίζω κυματίζουμε, κυματίζομε
κυματίζεις κυματίζετε
κυματίζει κυματίζουν(ε)
Imper
fect
κυμάτιζα κυματίζαμε
κυμάτιζες κυματίζατε
κυμάτιζε κυμάτιζαν, κυματίζαν(ε)
Fut
ure
Cont
inuous
θα κυματίζω θα κυματίζουμε, θα κυματίζομε
θα κυματίζεις θα κυματίζετε
θα κυματίζει θα κυματίζουν(ε)
SUB
JUNC
TIVE
Pres
ent
να κυματίζω να κυματίζουμε, να κυματίζομε
να κυματίζεις να κυματίζετε
να κυματίζει να κυματίζουν(ε)
Imper
ative
Pres κυμάτιζε κυματίζετε
Part
iciple
Pres κυματίζοντας