ΞΟΔΕΥΩ
I spend
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξοδεύω ξοδεύουμε, ξοδεύομε ξοδεύομαι ξοδευόμαστε
ξοδεύεις ξοδεύετε ξοδεύεσαι ξοδεύεστε, ξοδευόσαστε
ξοδεύει ξοδεύουν(ε) ξοδεύεται ξοδεύονται
Imper
fect
ξόδευα ξοδεύαμε ξοδευόμουν(α) ξοδευόμαστε, ξοδευόμασταν
ξόδευες ξοδεύατε ξοδευόσουν(α) ξοδευόσαστε, ξοδευόσασταν
ξόδευε ξόδευαν, ξοδεύαν(ε) ξοδευόταν(ε) ξοδεύονταν, ξοδευόντανε, ξοδευόντουσαν
Aorist ξόδεψα ξοδέψαμε ξοδεύτηκα ξοδευτήκαμε
ξόδεψες ξοδέψατε ξοδεύτηκες ξοδευτήκατε
ξόδεψε ξόδεψαν, ξοδέψαν(ε) ξοδεύτηκε ξοδεύτηκαν, ξοδευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω ξοδέψει
έχω ξοδεμένο
έχουμε ξοδέψει
έχουμε ξοδεμένο
έχω ξοδευτεί
είμαι ξοδεμένος, -η
έχουμε ξοδευτεί
είμαστε ξοδεμένοι, -ες
έχεις ξοδέψει
έχεις ξοδεμένο
έχετε ξοδέψει
έχετε ξοδεμένο
έχεις ξοδευτεί
είσαι ξοδεμένος, -η
έχετε ξοδευτεί
είστε ξοδεμένοι, -ες
έχει ξοδέψει
έχει ξοδεμένο
έχουν ξοδέψει
έχουν ξοδεμένο
έχει ξοδευτεί
είναι ξοδεμένος, -η, -ο
έχουν ξοδευτεί
είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ξοδέψει
είχα ξοδεμένο
είχαμε ξοδέψει
είχαμε ξοδεμένο
είχα ξοδευτεί
ήμουν ξοδεμένος, -η
είχαμε ξοδευτεί
ήμαστε ξοδεμένοι, -ες
είχες ξοδέψει
είχες ξοδεμένο
είχατε ξοδέψει
είχατε ξοδεμένο
είχες ξοδευτεί
ήσουν ξοδεμένος, -η
είχατε ξοδευτεί
ήσαστε ξοδεμένοι, -ες
είχε ξοδέψει
είχε ξοδεμένο
είχαν ξοδέψει
είχαν ξοδεμένο
είχε ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένος, -η, -ο
είχαν ξοδευτεί
ήταν ξοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξοδεύω θα ξοδεύουμε, θα ξοδεύομε θα ξοδεύομαι θα ξοδευόμαστε
θα ξοδεύεις θα ξοδεύετε θα ξοδεύεσαι θα ξοδεύεστε, θα ξοδευόσαστε
θα ξοδεύει θα ξοδεύουν(ε) θα ξοδεύεται θα ξοδεύονται
Simp
Fut
θα ξοδέψω θα ξοδέψουμε, θα ξοδέψομε θα ξοδευτώ θα ξοδευτούμε
θα ξοδέψεις θα ξοδέψετε θα ξοδευτείς θα ξοδευτείτε
θα ξοδέψει θα ξοδέψουν(ε) θα ξοδευτεί θα ξοδευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ξοδέψει
θα έχω ξοδεμένο
θα έχουμε ξοδέψει
θα έχουμε ξοδεμένο
θα έχω ξοδευτεί
θα είμαι ξοδεμένος, -η
θα έχουμε ξοδευτεί
θα είμαστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχεις ξοδέψει
θα έχεις ξοδεμένο
θα έχετε ξοδέψει
θα έχετε ξοδεμένο
θα έχεις ξοδευτεί
θα είσαι ξοδεμένος, -η
θα έχετε ξοδευτεί
θα είστε ξοδεμένοι, -ες
θα έχει ξοδέψει
θα έχει ξοδεμένο
θα έχουν ξοδέψει
θα έχουν ξοδεμένο
θα έχει ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν ξοδευτεί
θα είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ξοδεύω να ξοδεύουμε, να ξοδεύομε να ξοδεύομαι να ξοδευόμαστε
να ξοδεύεις να ξοδεύετε να ξοδεύεσαι να ξοδεύεστε, να ξοδευόσαστε
να ξοδεύει να ξοδεύουν(ε) να ξοδεύεται να ξοδεύονται
Aorist να ξοδέψω να ξοδέψουμε, να ξοδέψομε να ξοδευτώ να ξοδευτούμε
να ξοδέψεις να ξοδέψετε να ξοδευτείς να ξοδευτείτε
να ξοδέψει να ξοδέψουν(ε) να ξοδευτεί να ξοδευτούν(ε)
Perf να έχω ξοδέψει
να έχω ξοδεμένο
να έχουμε ξοδέψει
να έχουμε ξοδεμένο
να έχω ξοδευτεί
να είμαι ξοδεμένος, -η
να έχουμε ξοδευτεί
να είμαστε ξοδεμένοι, -ες
να έχεις ξοδέψει
να έχεις ξοδεμένο
να έχετε ξοδέψει
να έχετε ξοδεμένο
να έχεις ξοδευτεί
να είσαι ξοδεμένος, -η
να έχετε ξοδευτεί
να είστε ξοδεμένοι, -ες
να έχει ξοδέψει
να έχει ξοδεμένο
να έχουν ξοδέψει
να έχουν ξοδεμένο
να έχει ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένος, -η, -ο
να έχουν ξοδευτεί
να είναι ξοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ξόδευε ξοδεύετε ξοδεύεστε
Aorist ξόδεψε ξοδέψτε, ξοδεύτε ξοδέψου ξοδευτείτε
Part
iciple
Pres ξοδεύοντας
Perf έχοντας ξοδέψει, έχοντας ξοδεμένο ξοδεμένος, -η, -ο ξοδεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ξοδέψει ξοδευτεί