ΞΥΠΝΩ
I wake up
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξυπνάω, ξυπνώ ξυπνάμε, ξυπνούμε
ξυπνάς ξυπνάτε
ξυπνάει, ξυπνά ξυπνάν(ε), ξυπνούν(ε)
Imper
fect
ξυπνούσα, ξύπναγα ξυπνούσαμε, ξυπνάγαμε
ξυπνούσες, ξύπναγες ξυπνούσατε, ξυπνάγατε
ξυπνούσε, ξύπναγε ξυπνούσαν(ε), ξύπναγαν, ξυπνάγανε
Aorist ξύπνησα ξυπνήσαμε
ξύπνησες ξυπνήσατε
ξύπνησε ξύπνησαν, ξυπνήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ξυπνήσει έχουμε ξυπνήσει
έχεις ξυπνήσει έχετε ξυπνήσει
έχει ξυπνήσει έχουν ξυπνήσει
Plu
perf
ect
είχα ξυπνήσει είχαμε ξυπνήσει
είχες ξυπνήσει είχατε ξυπνήσει
είχε ξυπνήσει είχαν ξυπνήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξυπνάω, θα ξυπνώ θα ξυπνάμε, θα ξυπνούμε
θα ξυπνάς θα ξυπνάτε
θα ξυπνάει, θα ξυπνά θα ξυπνάν(ε), θα ξυπνούν(ε)
Simp
Fut
θα ξυπνήσω θα ξυπνήσουμε, θα ξυπνήσομε
θα ξυπνήσεις θα ξυπνήσετε
θα ξυπνήσει θα ξυπνήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ξυπνήσει θα έχουμε ξυπνήσει
θα έχεις ξυπνήσει θα έχετε ξυπνήσει
θα έχει ξυπνήσει θα έχουν ξυπνήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ξυπνάω, να ξυπνώ να ξυπνάμε, να ξυπνούμε
να ξυπνάς να ξυπνάτε
να ξυπνάει, να ξυπνά να ξυπνάν(ε), να ξυπνούν(ε)
Aorist να ξυπνήσω να ξυπνήσουμε, να ξυπνήσομε
να ξυπνήσεις να ξυπνήσετε
να ξυπνήσει να ξυπνήσουν(ε)
Perf να έχω ξυπνήσει να έχουμε ξυπνήσει
να έχεις ξυπνήσει να έχετε ξυπνήσει
να έχει ξυπνήσει να έχουν ξυπνήσει
Imper
ative
Pres ξύπνα, ξύπναγε ξυπνάτε
Aorist ξύπνησε, ξύπνα ξυπνήστε
Part
iciple
Pres ξυπνώντας
Perf έχοντας ξυπνήσει
Infin Aorist ξυπνήσει