ΞΕΝΥΧΤΑΩ
I keep awake
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ξενυχτάω, ξενυχτώ ξενυχτάμε, ξενυχτούμε
ξενυχτάς ξενυχτάτε
ξενυχτάει, ξενυχτά ξενυχτάν(ε), ξενυχτούν(ε)
Imper
fect
ξενυχτούσα, ξενύχταγα ξενυχτούσαμε, ξενυχτάγαμε
ξενυχτούσες, ξενύχταγες ξενυχτούσατε, ξενυχτάγατε
ξενυχτούσε, ξενύχταγε ξενυχτούσαν(ε), ξενύχταγαν, ξενυχτάγανε
Aorist ξενύχτησα ξενυχτήσαμε
ξενύχτησες ξενυχτήσατε
ξενύχτησε ξενύχτησαν, ξενυχτήσαν(ε)
Perf
ect
έχω ξενυχτήσει έχουμε ξενυχτήσει
έχεις ξενυχτήσει έχετε ξενυχτήσει
έχει ξενυχτήσει έχουν ξενυχτήσει
Plu
perf
ect
είχα ξενυχτήσει είχαμε ξενυχτήσει
είχες ξενυχτήσει είχατε ξενυχτήσει
είχε ξενυχτήσει είχαν ξενυχτήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα ξενυχτάω, θα ξενυχτώ θα ξενυχτάμε, θα ξενυχτούμε
θα ξενυχτάς θα ξενυχτάτε
θα ξενυχτάει, θα ξενυχτά θα ξενυχτάν(ε), θα ξενυχτούν(ε)
Simp
Fut
θα ξενυχτήσω θα ξενυχτήσουμε, θα ξενυχτήσομε
θα ξενυχτήσεις θα ξενυχτήσετε
θα ξενυχτήσει θα ξενυχτήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ξενυχτήσει θα έχουμε ξενυχτήσει
θα έχεις ξενυχτήσει θα έχετε ξενυχτήσει
θα έχει ξενυχτήσει θα έχουν ξενυχτήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ξενυχτάω, να ξενυχτώ να ξενυχτάμε, να ξενυχτούμε
να ξενυχτάς να ξενυχτάτε
να ξενυχτάει, να ξενυχτά να ξενυχτάν(ε), να ξενυχτούν(ε)
Aorist να ξενυχτήσω να ξενυχτήσουμε, να ξενυχτήσομε
να ξενυχτήσεις να ξενυχτήσετε
να ξενυχτήσει να ξενυχτήσουν(ε)
Perf να έχω ξενυχτήσει να έχουμε ξενυχτήσει
να έχεις ξενυχτήσει να έχετε ξενυχτήσει
να έχει ξενυχτήσει να έχουν ξενυχτήσει
Imper
ative
Pres ξενύχτα, ξενύχταγε ξενυχτάτε
Aorist ξενύχτησε, ξενύχτα ξενυχτήστε
Part
iciple
Pres ξενυχτώντας
Perf ξενυχτισμένος, -η, -ο ξενυχτισμένοι, -ες, -α
έχοντας ξενυχτήσει
Infin Aorist ξενυχτήσει