ΞΑΙΝΩ I braide |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ξαίνω |
ξαίνουμε, ξαίνομε |
ξαίνομαι |
ξαινόμαστε |
| ξαίνεις |
ξαίνετε |
ξαίνεσαι |
ξαίνεστε, ξαινόσαστε |
| ξαίνει |
ξαίνουν(ε) |
ξαίνεται |
ξαίνονται |
Imper fect |
έξαινα |
ξαίναμε |
ξαινόμουν(α) |
ξαινόμαστε, ξαινόμασταν |
| έξαινες |
ξαίνατε |
ξαινόσουν(α) |
ξαινόσαστε, ξαινόσασταν |
| έξαινε |
έξαιναν, ξαίναν(ε) |
ξαινόταν(ε) |
ξαίνονταν, ξαινόντανε, ξαινόντουσαν |
| Aorist |
έξανα |
ξάναμε |
ξάστηκα |
ξαστήκαμε |
| έξανες |
ξάνατε |
ξάστηκες |
ξαστήκατε |
| έξανε |
έξαναν, ξάναν(ε) |
ξάστηκε |
ξάστηκαν, ξαστήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ξάνει
έχω ξασμένο |
έχουμε ξάνει
έχουμε ξασμένο |
έχω ξαστεί
είμαι ξασμένος, -η |
έχουμε ξαστεί
είμαστε ξασμένοι, -ες |
έχεις ξάνει
έχεις ξασμένο |
έχετε ξάνει
έχετε ξασμένο |
έχεις ξαστεί
είσαι ξασμένος, -η |
έχετε ξαστεί
είστε ξασμένοι, -ες |
έχει ξάνει
έχει ξασμένο |
έχουν ξάνει
έχουν ξασμένο |
έχει ξαστεί
είναι ξασμένος, -η, -ο |
έχουν ξαστεί
είναι ξασμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ξάνει
είχα ξασμένο |
είχαμε ξάνει
είχαμε ξασμένο |
είχα ξαστεί
ήμουν ξασμένος, -η |
είχαμε ξαστεί
ήμαστε ξασμένοι, -ες |
είχες ξάνει
είχες ξασμένο |
είχατε ξάνει
είχατε ξασμένο |
είχες ξαστεί
ήσουν ξασμένος, -η |
είχατε ξαστεί
ήσαστε ξασμένοι, -ες |
είχε ξάνει
είχε ξασμένο |
είχαν ξάνει
είχαν ξασμένο |
είχε ξαστεί
ήταν ξασμένος, -η, -ο |
είχαν ξαστεί
ήταν ξασμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
στα ξαίνω |
στα ξαίνουμε, στα ξαίνομε |
στα ξαίνομαι |
στα ξαινόμαστε |
| στα ξαίνεις |
στα ξαίνετε |
στα ξαίνεσαι |
στα ξαίνεστε, στα ξαινόσαστε |
| στα ξαίνει |
στα ξαίνουν(ε) |
στα ξαίνεται |
στα ξαίνονται |
Simp Fut |
στα ξάνω |
στα ξάνουμε, στα ξάνομε |
στα ξαστώ |
στα ξαστούμε |
| στα ξάνεις |
στα ξάνετε |
στα ξαστείς |
στα ξαστείτε |
| στα ξάνει |
στα ξάνουν(ε) |
στα ξαστεί |
στα ξαστούν(ε) |
Fut Perf |
στα έχω ξάνει
στα έχω ξασμένο |
στα έχουμε ξάνει
στα έχουμε ξασμένο |
στα έχω ξαστεί
στα είμαι ξασμένος, -η |
στα έχουμε ξαστεί
στα είμαστε ξασμένοι, -ες |
στα έχεις ξάνει
στα έχεις ξασμένο |
στα έχετε ξάνει
στα έχετε ξασμένο |
στα έχεις ξαστεί
στα είσαι ξασμένος, -η |
στα έχετε ξαστεί
στα είστε ξασμένοι, -ες |
στα έχει ξάνει
στα έχει ξασμένο |
στα έχουν ξάνει
στα έχουν ξασμένο |
στα έχει ξαστεί
στα είναι ξασμένος, -η, -ο |
στα έχουν ξαστεί
στα είναι ξασμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ξαίνω |
να ξαίνουμε, να ξαίνομε |
να ξαίνομαι |
να ξαινόμαστε |
| να ξαίνεις |
να ξαίνετε |
να ξαίνεσαι |
να ξαίνεστε, να ξαινόσαστε |
| να ξαίνει |
να ξαίνουν(ε) |
να ξαίνεται |
να ξαίνονται |
| Aorist |
να ξάνω |
να ξάνουμε, να ξάνομε |
να ξαστώ |
να ξαστούμε |
| να ξάνεις |
να ξάνετε |
να ξαστείς |
να ξαστείτε |
| να ξάνει |
να ξάνουν(ε) |
να ξαστεί |
να ξαστούν(ε) |
| Perf |
να έχω ξάνει
να έχω ξασμένο |
να έχουμε ξάνει
να έχουμε ξασμένο |
να έχω ξαστεί
να είμαι ξασμένος, -η |
να έχουμε ξαστεί
να είμαστε ξασμένοι, -ες |
να έχεις ξάνει
να έχεις ξασμένο |
να έχετε ξάνει
να έχετε ξασμένο |
να έχεις ξαστεί
να είσαι ξασμένος, -η |
να έχετε ξαστεί
να είστε ξασμένοι, -ες |
να έχει ξάνει
να έχει ξασμένο |
να έχουν ξάνει
να έχουν ξασμένο |
να έχει ξαστεί
να είναι ξασμένος, -η, -ο |
να έχουν ξαστεί
να είναι ξασμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
έξαινε |
ξαίνετε |
|
ξαίνεστε |
| Aorist |
έξανε |
ξάνετε |
|
ξαστείτε |
Part iciple |
Pres |
ξαίνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας ξάνει, έχοντας ξασμένο |
ξασμένος, -η, -ο |
ξασμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ξάνει |
ξαστεί |