ΚΡΥΩΝΩ
I cool
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κρυώνω κρυώνουμε, κρυώνομε
κρυώνεις κρυώνετε
κρυώνει κρυώνουν(ε)
Imper
fect
κρύωνα κρυώναμε
κρύωνες κρυώνατε
κρύωνε κρύωναν, κρυώναν(ε)
Aorist κρύωσα κρυώσαμε
κρύωσες κρυώσατε
κρύωσε κρύωσαν, κρυώσαν(ε)
Per
fect
έχω κρυώσει
έχω κρυωμένο
έχουμε κρυώσει
έχουμε κρυωμένο
έχεις κρυώσει
έχεις κρυωμένο
έχετε κρυώσει
έχετε κρυωμένο
έχει κρυώσει
έχει κρυωμένο
έχουν κρυώσει
έχουν κρυωμένο
Plu
per
fect
είχα κρυώσει
είχα κρυωμένο
είχαμε κρυώσει
είχαμε κρυωμένο
είχες κρυώσει
είχες κρυωμένο
είχατε κρυώσει
είχατε κρυωμένο
είχε κρυώσει
είχε κρυωμένο
είχαν κρυώσει
είχαν κρυωμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα κρυώνω θα κρυώνουμε, θα κρυώνομε
θα κρυώνεις θα κρυώνετε
θα κρυώνει θα κρυώνουν(ε)
Simp
Fut
θα κρυώσω θα κρυώσουμε, θα κρυώσομε
θα κρυώσεις θα κρυώσετε
θα κρυώσει θα κρυώσουν
Fut
Perf
θα έχω κρυώσει
θα έχω κρυωμένο
θα έχουμε κρυώσει
θα έχουμε κρυωμένο
θα έχεις κρυώσει
θα έχεις κρυωμένο
θα έχετε κρυώσει
θα έχετε κρυωμένο
θα έχει κρυώσει
θα έχει κρυωμένο
θα έχουν κρυώσει
θα έχουν κρυωμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κρυώνω να κρυώνουμε, να κρυώνομε
να κρυώνεις να κρυώνετε
να κρυώνει να κρυώνουν(ε)
Aorist να κρυώσω να κρυώσουμε, να κρυώσομε
να κρυώσεις να κρυώσετε
να κρυώσει να κρυώσουν(ε)
Perf να έχω κρυώσει
να έχω κρυωμένο
να έχουμε κρυώσει
να έχουμε κρυωμένο
να έχεις κρυώσει
να έχεις κρυωμένο
να έχετε κρυώσει
να έχετε κρυωμένο
να έχει κρυώσει
να έχει κρυωμένο
να έχουν κρυώσει
να έχουν κρυωμένο
Imper
ative
Pres κρύωνε κρυώνετε
Aorist κρύωσε κρυώστε, κρυώσετε
Part
iciple
Pres κρυώνοντας
Perf έχοντας κρυώσει, έχοντας κρυωμένο
Infin Aorist κρυώσει