ΚΡΙΝΩ
I judge
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κρίνω κρίνουμε, κρίνομε κρίνομαι κρινόμαστε
κρίνεις κρίνετε κρίνεσαι κρίνεστε, κρινόσαστε
κρίνει κρίνουν(ε) κρίνεται κρίνονται
Imper
fect
έκρινα κρίναμε κρινόμουν(α) κρινόμαστε, κρινόμασταν
έκρινες κρίνατε κρινόσουν(α) κρινόσαστε, κρινόσασταν
έκρινε έκριναν, κρίναν(ε) κρινόταν(ε) κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν
Aorist έκρινα κρίναμε κρίθηκα κριθήκαμε
έκρινες κρίνατε κρίθηκες κριθήκατε
έκρινε έκριναν, κρίναν(ε) κρίθηκε κρίθηκαν, κριθήκαν(ε)
Per
fect
έχω κρίνει έχουμε κρίνει έχω κριθεί
είμαι κριμένος, -η
έχουμε κριθεί
είμαστε κριμένοι, -ες
έχεις κρίνει έχετε κρίνει έχεις κριθεί
είσαι κριμένος, -η
έχετε κριθεί
είστε κριμένοι, -ες
έχει κρίνει έχουν κρίνει έχει κριθεί
είναι κριμένος, -η, -ο
έχουν κριθεί
είναι κριμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κρίνει είχαμε κρίνει είχα κριθεί
ήμουν κριμένος, -η
είχαμε κριθεί
ήμαστε κριμένοι, -ες
είχες κρίνει είχατε κρίνει είχες κριθεί
ήσουν κριμένος, -η
είχατε κριθεί
ήσαστε κριμένοι, -ες
είχε κρίνει είχαν κρίνει είχε κριθεί
ήταν κριμένος, -η, -ο
είχαν κριθεί
ήταν κριμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κρίνω θα κρίνουμε, θα κρίνομε θα κρίνομαι θα κρινόμαστε
θα κρίνεις θα κρίνετε θα κρίνεσαι θα κρίνεστε, θα κρινόσαστε
θα κρίνει θα κρίνουν(ε) θα κρίνεται θα κρίνονται
Simp
Fut
θα κρίνω θα κρίνουμε, θα κρίνομε θα κριθώ θα κριθούμε
θα κρίνεις θα κρίνετε θα κριθείς θα κριθείτε
θα κρίνει θα κρίνουν(ε) θα κριθεί θα κριθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κρίνει θα έχουμε κρίνει θα έχω κριθεί
θα είμαι κριμένος, -η
θα έχουμε κριθεί
θα είμαστε κριμένοι, -ες
θα έχεις κρίνει θα έχετε κρίνει θα έχεις κριθεί
θα είσαι κριμένος, -η
θα έχετε κριθεί
θα είστε κριμένοι, -ες
θα έχει κρίνει θα έχουν κρίνει θα έχει κριθεί
θα είναι κριμένος, -η, -ο
θα έχουν κριθεί
θα είναι κριμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κρίνω να κρίνουμε, να κρίνομε να κρίνομαι να κρινόμαστε
να κρίνεις να κρίνετε να κρίνεσαι να κρίνεστε, να κρινόσαστε
να κρίνει να κρίνουν(ε) να κρίνεται να κρίνονται
Aorist να κρίνω να κρίνουμε, να κρίνομε να κριθώ να κριθούμε
να κρίνεις να κρίνετε να κριθείς να κριθείτε
να κρίνει να κρίνουν(ε) να κριθεί να κριθούν(ε)
Perf να έχω κρίνει να έχουμε κρίνει να έχω κριθεί
να είμαι κριμένος, -η
να έχουμε κριθεί
να είμαστε κριμένοι, -ες
να έχεις κρίνει να έχετε κρίνει να έχεις κριθεί
να είσαι κριμένος, -η
να έχετε κριθεί
να είστε κριμένοι, -ες
να έχει κρίνει να έχουν κρίνει να έχει κριθεί
να είναι κριμένος, -η, -ο
να έχουν κριθεί
να είναι κριμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κρίνε κρίνετε κρίνεστε
Aorist κρίνε κρίνετε κρίνου κριθείτε
Part
iciple
Pres κρίνοντας
Perf έχοντας κρίνει, έχοντας κριμένο κριμένος, -η, -ο κριμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κρίνει κριθεί