ΚΟΥΝΩ I displace |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κουνάω, κουνώ |
κουνάμε, κουνούμε |
κουνιέμαι |
κουνιόμαστε |
κουνάς |
κουνάτε |
κουνιέσαι |
κουνιέστε, κουνιόσαστε |
κουνάει, κουνά |
κουνάν(ε), κουνούν(ε) |
κουνιέται |
κουνιούνται, κουνιόνται |
Imper fect |
κουνούσα, κούναγα |
κουνούσαμε, κουνάγαμε |
κουνιόμουν(α) |
κουνιόμαστε, κουνιόμασταν |
κουνούσες, κούναγες |
κουνούσατε, κουνάγατε |
κουνιόσουν(α) |
κουνιόσαστε, κουνιόσασταν |
κουνούσε, κούναγε |
κουνούσαν(ε), κούναγαν, κουνάγανε |
κουνιόταν(ε) |
κουνιόνταν(ε), κουνιούνταν, κουνιόντουσαν |
Aorist |
κούνησα |
κουνήσαμε |
κουνήθηκα |
κουνηθήκαμε |
κούνησες |
κουνήσατε |
κουνήθηκες |
κουνηθήκατε |
κούνησε |
κούνησαν, κουνήσαν(ε) |
κουνήθηκε |
κουνήθηκαν, κουνηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κουνήσει
έχω κουνημένο |
έχουμε κουνήσει
έχουμε κουνημένο |
έχω κουνηθεί
είμαι κουνημένος, -η |
έχουμε κουνηθεί
είμαστε κουνημένοι, -ες |
έχεις κουνήσει
έχεις κουνημένο |
έχετε κουνήσει
έχετε κουνημένο |
έχεις κουνηθεί
είσαι κουνημένος, -η |
έχετε κουνηθεί
είστε κουνημένοι, -ες |
έχει κουνήσει
έχει κουνημένο |
έχουν κουνήσει
έχουν κουνημένο |
έχει κουνηθεί
είναι κουνημένος, -η, -ο |
έχουν κουνηθεί
είναι κουνημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα κουνήσει
είχα κουνημένο |
είχαμε κουνήσει
είχαμε κουνημένο |
είχα κουνηθεί
ήμουν κουνημένος, -η |
είχαμε κουνηθεί
ήμαστε κουνημένοι, -ες |
είχες κουνήσει
είχες κουνημένο |
είχατε κουνήσει
είχατε κουνημένο |
είχες κουνηθεί
ήσουν κουνημένος, -η |
είχατε κουνηθεί
ήσαστε κουνημένοι, -ες |
είχε κουνήσει
είχε κουνημένο |
είχαν κουνήσει
είχαν κουνημένο |
είχε κουνηθεί
ήταν κουνημένος, -η, -ο |
είχαν κουνηθεί
ήταν κουνημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κουνάω, θα κουνώ |
θα κουνάμε, θα κουνούμε |
θα κουνιέμαι |
θα κουνιόμαστε |
θα κουνάς |
θα κουνάτε |
θα κουνιέσαι |
θα κουνιέστε, θα κουνιόσαστε |
θα κουνάει, θα κουνά |
θα κουνάν(ε), θα κουνούν(ε) |
θα κουνιέται |
θα κουνιούνται, θα κουνιόνται |
Simp Fut |
θα κουνήσω |
θα κουνήσουμε, θα κουνήσομε |
θα κουνηθώ |
θα κουνηθούμε |
θα κουνήσεις |
θα κουνήσετε |
θα κουνηθείς |
θα κουνηθείτε |
θα κουνήσει |
θα κουνήσουν(ε) |
θα κουνηθεί |
θα κουνηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κουνήσει
θα έχω κουνημένο |
θα έχουμε κουνήσει
θα έχουμε κουνημένο |
θα έχω κουνηθεί
θα είμαι κουνημένος, -η |
θα έχουμε κουνηθεί
θα είμαστε κουνημένοι, -ες |
θα έχεις κουνήσει
θα έχεις κουνημένο |
θα έχετε κουνήσει
θα έχετε κουνημένο |
θα έχεις κουνηθεί
θα είσαι κουνημένος, -η |
θα έχετε κουνηθεί
θα είστε κουνημένοι, -ες |
θα έχει κουνήσει
θα έχει κουνημένο |
θα έχουν κουνήσει
θα έχουν κουνημένο |
θα έχει κουνηθεί
θα είναι κουνημένος, -η, -ο |
θα έχουν κουνηθεί
θα είναι κουνημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κουνάω, να κουνώ |
να κουνάμε, να κουνούμε |
να κουνιέμαι |
να κουνιόμαστε |
να κουνάς |
να κουνάτε |
να κουνιέσαι |
να κουνιέστε, να κουνιόσαστε |
να κουνάει, να κουνά |
να κουνάν(ε), να κουνούν(ε) |
να κουνιέται |
να κουνιούνται, να κουνιόνται |
Aorist |
να κουνήσω |
να κουνήσουμε, να κουνήσομε |
να κουνηθώ |
να κουνηθούμε |
να κουνήσεις |
να κουνήσετε |
να κουνηθείς |
να κουνηθείτε |
να κουνήσει |
να κουνήσουν(ε) |
να κουνηθεί |
να κουνηθούν(ε) |
Perf |
να έχω κουνήσει
να έχω κουνημένο |
να έχουμε κουνήσει
να έχουμε κουνημένο |
να έχω κουνηθεί
να είμαι κουνημένος, -η |
να έχουμε κουνηθεί
να είμαστε κουνημένοι, -ες |
να έχεις κουνήσει
να έχεις κουνημένο |
να έχετε κουνήσει
να έχετε κουνημένο |
να έχεις κουνηθεί
να είσαι κουνημένος, -η |
να έχετε κουνηθεί
να είστε κουνημένοι, -η |
να έχει κουνήσει
να έχει κουνημένο |
να έχουν κουνήσει
να έχουν κουνημένο |
να έχει κουνηθεί
να είναι κουνημένος, -η, -ο |
να έχουν κουνηθεί
να είναι κουνημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κούνα, κούναγε |
κουνάτε |
|
κουνιέστε |
Aorist |
κούνησε, κούνα |
κουνήστε |
κουνήσου |
κουνηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κουνώντας |
|
Perf |
έχοντας κουνήσει, έχοντας κουνημένο |
κουνημένος, -η, -ο |
κουνημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
κουνήσει |
κουνηθεί |