ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΩ I talk |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κουβεντιάζω | κουβεντιάζουμε, κουβεντιάζομε | κουβεντιάζομαι | κουβεντιαζόμαστε |
κουβεντιάζεις | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεσαι | κουβεντιάζεστε, κουβεντιαζόσαστε | ||
κουβεντιάζει | κουβεντιάζουν(ε) | κουβεντιάζεται | κουβεντιάζονται | ||
Imper fect |
κουβέντιαζα | κουβεντιάζαμε | κουβεντιαζόμουν(α) | κουβεντιαζόμαστε, κουβεντιαζόμασταν | |
κουβέντιαζες | κουβεντιάζατε | κουβεντιαζόσουν(α) | κουβεντιαζόσαστε, κουβεντιαζόσασταν | ||
κουβέντιαζε | κουβέντιαζαν, κουβεντιάζαν(ε) | κουβεντιαζόταν(ε) | κουβεντιάζονταν, κουβεντιαζόντανε, κουβεντιαζόντουσαν | ||
Aorist | κουβέντιασα | κουβεντιάσαμε | κουβεντιάστηκα | κουβεντιαστήκαμε | |
κουβέντιασες | κουβεντιάσατε | κουβεντιάστηκες | κουβεντιαστήκατε | ||
κουβέντιασε | κουβέντιασαν, κουβεντιάσαν(ε) | κουβεντιάστηκε | κουβεντιάστηκαν, κουβεντιαστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω κουβεντιάσει |
έχουμε κουβεντιάσει |
έχω κουβεντιαστεί |
έχουμε κουβεντιαστεί |
|
έχεις κουβεντιάσει |
έχετε κουβεντιάσει |
έχεις κουβεντιαστεί |
έχετε κουβεντιαστεί |
||
έχει κουβεντιάσει |
έχουν κουβεντιάσει |
έχει κουβεντιαστεί |
έχουν κουβεντιαστεί |
||
Plu per fect |
είχα κουβεντιάσει είχα κουβεντιασμένο |
είχαμε κουβεντιάσει είχαμε κουβεντισμένο |
είχα κουβεντιαστεί ήμουν κουβεντιασμένος, -η |
είχαμε κουβεντιαστεί ήμαστε κουβεντιασμένοι, -ες |
|
είχες κουβεντιάσει είχες κουβεντιασμένο |
είχατε κουβεντιάσει είχατε κουβεντιασμένο |
είχες κουβεντιαστεί ήσουν κουβεντιασμένος, -η |
είχατε κουβεντιαστεί ήσαστε κουβεντιασμένοι, -ες |
||
είχε κουβεντιάσει είχε κουβεντιασμένο |
είχαν κουβεντιάσει είχαν κουβεντιασμένο |
είχε κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένος, -η, -ο |
είχαν κουβεντιαστεί ήταν κουβεντιασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα κουβεντιάζω | θα κουβεντιάζουμε, |
θα κουβεντιάζομαι | θα κουβεντιαζόμαστε | |
θα κουβεντιάζεις | θα κουβεντιάζετε | θα κουβεντιάζεσαι | θα κουβεντιάζεστε, |
||
θα κουβεντιάζει | θα κουβεντιάζουν(ε) | θα κουβεντιάζεται | θα κουβεντιάζονται | ||
Simp Fut |
θα κουβεντιάσω | θα κουβεντιάσουμε, |
θα κουβεντιαστώ | θα κουβεντιαστούμε | |
θα κουβεντιάσεις | θα κουβεντιάσετε | θα κουβεντιαστείς | θα κουβεντιαστείτε | ||
θα κουβεντιάσει | θα κουβεντιάσουν(ε) | θα κουβεντιαστεί | θα κουβεντιαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω κουβεντιάσει θα έχω κουβεντιασμένο |
θα έχουμε κουβεντιάσει θα έχουμε κουβεντιασμένο |
θα έχω κουβεντιαστεί θα είμαι κουβεντιασμένος, -η |
θα έχουμε κουβεντιαστεί |
|
θα έχεις κουβεντιάσει θα έχεις κουβεντιασμένο |
θα έχετε κουβεντιάσει θα έχετε κουβεντιασμένο |
θα έχεις κουβεντιαστεί θα είσαι κουβεντιασμένος, -η |
θα έχετε κουβεντιαστεί θα είστε κουβεντιασμένοι, -ες |
||
θα έχει κουβεντιάσει θα έχει κουβεντιασμένο |
θα έχουν κουβεντιάσει θα έχουν κουβεντιασμένο |
θα έχει κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένος, -η, -ο |
θα έχουν κουβεντιαστεί θα είναι κουβεντιασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κουβεντιάζω | να κουβεντιάζουμε, |
να κουβεντιάζομαι | να κουβεντιαζόμαστε |
να κουβεντιάζεις | να κουβεντιάζετε | να κουβεντιάζεσαι | να κουβεντιάζεστε, |
||
να κουβεντιάζει | να κουβεντιάζουν(ε) | να κουβεντιάζεται | να κουβεντιάζονται | ||
Aorist | να κουβεντιάσω | να κουβεντιάσουμε, |
να κουβεντιαστώ | να κουβεντιαστούμε | |
να κουβεντιάσεις | να κουβεντιάσετε | να κουβεντιαστείς | να κουβεντιαστείτε | ||
να κουβεντιάσει | να κουβεντιάσουν(ε) | να κουβεντιαστεί | να κουβεντιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω κουβεντιάσει να έχω κουβεντιασμένο |
να έχουμε κουβεντιάσει |
να έχω κουβεντιαστεί |
να έχουμε κουβεντιαστεί |
|
να έχεις κουβεντιάσει |
να έχετε κουβεντιάσει να έχετε κουβεντιασμένο |
να έχεις κουβεντιαστεί να είσαι κουβεντιασμένος, -η |
να έχετε κουβεντιαστεί να είστε κουβεντιασμένοι, -ες |
||
να έχει κουβεντιάσει να έχει κουβεντιασμένο |
να έχουν κουβεντιάσει να έχουν κουβεντιασμένο |
να έχει κουβεντιαστεί |
να έχουν κουβεντιαστεί |
||
Imper ative |
Pres | κουβέντιαζε | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζεστε | |
Aorist | κουβέντιασε | κουβεντιάστε | κουβεντιάσου | κουβεντιαστείτε | |
Part iciple |
Pres | κουβεντιάζοντας | κουβεντιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας κουβεντιάσει, |
κουβεντιασμένος, -η, -ο | κουβεντιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κουβεντιάσει | κουβεντιαστεί |