ΚΟΛΥΜΠΩ
I swim
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κολυμπάω, κολυμπώ κολυμπάμε, κολυμπούμε
κολυμπάς κολυμπάτε
κολυμπάει, κολυμπά κολυμπάν(ε), κολυμπούν(ε)
Imper
fect
κολυμπούσα, κολύμπαγα κολυμπούσαμε, κολυμπάγαμε
κολυμπούσες, κολύμπαγες κολυμπούσατε, κολυμπάγατε
κολυμπούσε, κολύμπαγε κολυμπούσαν(ε), κολύμπαγαν, κολυμπάγανε
Aorist κολύμπησα κολυμπήσαμε
κολύμπησες κολυμπήσατε
κολύμπησε κολύμπησαν, κολυμπήσαν(ε)
Perf
ect
έχω κολυμπήσει έχουμε κολυμπήσει
έχεις κολυμπήσει έχετε κολυμπήσει
έχει κολυμπήσει έχουν κολυμπήσει
Plu
perf
ect
είχα κολυμπήσει είχαμε κολυμπήσει
είχες κολυμπήσει είχατε κολυμπήσει
είχε κολυμπήσει είχαν κολυμπήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα κολυμπάω, θα κολυμπώ θα κολυμπάμε, θα κολυμπούμε
θα κολυμπάς θα κολυμπάτε
θα κολυμπάει, θα κολυμπά θα κολυμπάν(ε), θα κολυμπούν(ε)
Simp
Fut
θα κολυμπήσω θα κολυμπήσουμε, θα κολυμπήσομε
θα κολυμπήσεις θα κολυμπήσετε
θα κολυμπήσει θα κολυμπήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κολυμπήσει θα έχουμε κολυμπήσει
θα έχεις κολυμπήσει θα έχετε κολυμπήσει
θα έχει κολυμπήσει θα έχουν κολυμπήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κολυμπάω, να κολυμπώ να κολυμπάμε, να κολυμπούμε
να κολυμπάς να κολυμπάτε
να κολυμπάει, να κολυμπά να κολυμπάν(ε), να κολυμπούν(ε)
Aorist να κολυμπήσω να κολυμπήσουμε, να κολυμπήσομε
να κολυμπήσεις να κολυμπήσετε
να κολυμπήσει να κολυμπήσουν(ε)
Perf να έχω κολυμπήσει να έχουμε κολυμπήσει
να έχεις κολυμπήσει να έχετε κολυμπήσει
να έχει κολυμπήσει να έχουν κολυμπήσει
Imper
ative
Pres κολύμπα, κολύμπαγε κολυμπάτε
Aorist κολύμπησε, κολύμπα κολυμπήστε
Part
iciple
Pres κολυμπώντας
Perf έχοντας κολυμπήσει
Infin Aorist κολυμπήσει