ΚΛΗΡΟΝΟΜΩ I inherit |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κληρονομάω, κληρονομώ |
κληρονομάμε, κληρονομούμε |
κληρονομιέμαι |
κληρονομιόμαστε |
| κληρονομάς |
κληρονομάτε |
κληρονομιέσαι |
κληρονομιέστε, κληρονομιόσαστε |
| κληρονομάει, κληρονομά |
κληρονομάν(ε), κληρονομούν(ε) |
κληρονομιέται |
κληρονομιούνται, κληρονομιόνται |
Imper fect |
κληρονομούσα, κληρονόμαγα |
κληρονομούσαμε, κληρονομάγαμε |
κληρονομιόμουν(α) |
κληρονομιόμαστε, κληρονομιόμασταν |
| κληρονομούσες, κληρονόμαγες |
κληρονομούσατε, κληρονομάγατε |
κληρονομιόσουν(α) |
κληρονομιόσαστε, κληρονομιόσασταν |
| κληρονομούσε, κληρονόμαγε |
κληρονομούσαν(ε), κληρονόμαγαν, κληρονομάγανε |
κληρονομιόταν(ε) |
κληρονομιόνταν(ε), κληρονομιούνταν, κληρονομιόντουσαν |
| Aorist |
κληρονόμησα |
κληρονομήσαμε |
κληρονομήθηκα |
κληρονομηθήκαμε |
| κληρονόμησες |
κληρονομήσατε |
κληρονομήθηκες |
κληρονομηθήκατε |
| κληρονόμησε |
κληρονόμησαν, κληρονομήσαν(ε) |
κληρονομήθηκε |
κληρονομήθηκαν, κληρονομηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω κληρονομήσει
έχω κληρονομημένο |
έχουμε κληρονομήσει
έχουμε κληρονομημένο |
έχω κληρονομηθεί
είμαι κληρονομημένος, -η |
έχουμε κληρονομηθεί
είμαστε κληρονομημένοι, -ες |
έχεις κληρονομήσει
έχεις κληρονομημένο |
έχετε κληρονομήσει
έχετε κληρονομημένο |
έχεις κληρονομηθεί
είσαι κληρονομημένος, -η |
έχετε κληρονομηθεί
είστε κληρονομημένοι, -ες |
έχει κληρονομήσει
έχει κληρονομημένο |
έχουν κληρονομήσει
έχουν κληρονομημένο |
έχει κληρονομηθεί
είναι κληρονομημένος, -η, -ο |
έχουν κληρονομηθεί
είναι κληρονομημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα κληρονομήσει
είχα κληρονομημένο |
είχαμε κληρονομήσει
είχαμε κληρονομημένο |
είχα κληρονομηθεί
ήμουν κληρονομημένος, -η |
είχαμε κληρονομηθεί
ήμαστε κληρονομημένοι, -ες |
είχες κληρονομήσει
είχες κληρονομημένο |
είχατε κληρονομήσει
είχατε κληρονομημένο |
είχες κληρονομηθεί
ήσουν κληρονομημένος, -η |
είχατε κληρονομηθεί
ήσαστε κληρονομημένοι, -ες |
είχε κληρονομήσει
είχε κληρονομημένο |
είχαν κληρονομήσει
είχαν κληρονομημένο |
είχε κληρονομηθεί
ήταν κληρονομημένος, -η, -ο |
είχαν κληρονομηθεί
ήταν κληρονομημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κληρονομάω, θα κληρονομώ |
θα κληρονομάμε, θα κληρονομούμε |
θα κληρονομιέμαι |
θα κληρονομιόμαστε |
| θα κληρονομάς |
θα κληρονομάτε |
θα κληρονομιέσαι |
θα κληρονομιέστε, θα κληρονομιόσαστε |
| θα κληρονομάει, θα κληρονομά |
θα κληρονομάν(ε), θα κληρονομούν(ε) |
θα κληρονομιέται |
θα κληρονομιούνται, θα κληρονομιόνται |
Simp Fut |
θα κληρονομήσω |
θα κληρονομήσουμε, θα κληρονομήσομε |
θα κληρονομηθώ |
θα κληρονομηθούμε |
| θα κληρονομήσεις |
θα κληρονομήσετε |
θα κληρονομηθείς |
θα κληρονομηθείτε |
| θα κληρονομήσει |
θα κληρονομήσουν(ε) |
θα κληρονομηθεί |
θα κληρονομηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κληρονομήσει
θα έχω κληρονομημένο |
θα έχουμε κληρονομήσει
θα έχουμε κληρονομημένο |
θα έχω κληρονομηθεί
θα είμαι κληρονομημένος, -η |
θα έχουμε κληρονομηθεί
θα είμαστε κληρονομημένοι, -ες |
θα έχεις κληρονομήσει
θα έχεις κληρονομημένο |
θα έχετε κληρονομήσει
θα έχετε κληρονομημένο |
θα έχεις κληρονομηθεί
θα είσαι κληρονομημένος, -η |
θα έχετε κληρονομηθεί
θα είστε κληρονομημένοι, -ες |
θα έχει κληρονομήσει
θα έχει κληρονομημένο |
θα έχουν κληρονομήσει
θα έχουν κληρονομημένο |
θα έχει κληρονομηθεί
θα είναι κληρονομημένος, -η, -ο |
θα έχουν κληρονομηθεί
θα είναι κληρονομημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κληρονομάω, να κληρονομώ |
να κληρονομάμε, να κληρονομούμε |
να κληρονομιέμαι |
να κληρονομιόμαστε |
| να κληρονομάς |
να κληρονομάτε |
να κληρονομιέσαι |
να κληρονομιέστε, να κληρονομιόσαστε |
| να κληρονομάει, να κληρονομά |
να κληρονομάν(ε), να κληρονομούν(ε) |
να κληρονομιέται |
να κληρονομιούνται, να κληρονομιόνται |
| Aorist |
να κληρονομήσω |
να κληρονομήσουμε, να κληρονομήσομε |
να κληρονομηθώ |
να κληρονομηθούμε |
| να κληρονομήσεις |
να κληρονομήσετε |
να κληρονομηθείς |
να κληρονομηθείτε |
| να κληρονομήσει |
να κληρονομήσουν(ε) |
να κληρονομηθεί |
να κληρονομηθούν(ε) |
| Perf |
να έχω κληρονομήσει
να έχω κληρονομημένο |
να έχουμε κληρονομήσει
να έχουμε κληρονομημένο |
να έχω κληρονομηθεί
να είμαι κληρονομημένος, -η |
να έχουμε κληρονομηθεί
να είμαστε κληρονομημένοι, -ες |
να έχεις κληρονομήσει
να έχεις κληρονομημένο |
να έχετε κληρονομήσει
να έχετε κληρονομημένο |
να έχεις κληρονομηθεί
να είσαι κληρονομημένος, -η |
να έχετε κληρονομηθεί
να είστε κληρονομημένοι, -η |
να έχει κληρονομήσει
να έχει κληρονομημένο |
να έχουν κληρονομήσει
να έχουν κληρονομημένο |
να έχει κληρονομηθεί
να είναι κληρονομημένος, -η, -ο |
να έχουν κληρονομηθεί
να είναι κληρονομημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κληρονόμα, κληρονόμαγε |
κληρονομάτε |
|
κληρονομιέστε |
| Aorist |
κληρονόμησε, κληρονόμα |
κληρονομήστε |
κληρονομήσου |
κληρονομηθείτε |
Part iciple |
Pres |
κληρονομώντας |
|
| Perf |
έχοντας κληρονομήσει, έχοντας κληρονομημένο |
κληρονομημένος, -η, -ο |
κληρονομημένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
κληρονομήσει |
κληρονομηθεί |