ΚΛΙΝΩ
I lean
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κλίνω κλίνουμε, κλίνομε κλίνομαι κλινόμαστε
κλίνεις κλίνετε κλίνεσαι κλίνεστε, κλινόσαστε
κλίνει κλίνουν(ε) κλίνεται κλίνονται
Imper
fect
έκλινα κλίναμε κλινόμουν(α) κλινόμαστε, κλινόμασταν
έκλινες κλίνατε κλινόσουν(α) κλινόσαστε, κλινόσασταν
έκλινε έκλιναν, κλίναν(ε) κλινόταν(ε) κλίνονταν, κλινόντανε, κλινόντουσαν
Aorist έκλινα κλίναμε κλίθηκα κλιθήκαμε
έκλινες κλίνατε κλίθηκες κλιθήκατε
έκλινε έκλιναν, κλίναν(ε) κλίθηκε κλίθηκαν, κλιθήκαν(ε)
Per
fect
έχω κλίνει έχουμε κλίνει έχω κλιθεί
είμαι κλιμένος, -η
έχουμε κλιθεί
είμαστε κλιμένοι, -ες
έχεις κλίνει έχετε κλίνει έχεις κλιθεί
είσαι κλιμένος, -η
έχετε κλιθεί
είστε κλιμένοι, -ες
έχει κλίνει έχουν κλίνει έχει κλιθεί
είναι κλιμένος, -η, -ο
έχουν κλιθεί
είναι κλιμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα κλίνει είχαμε κλίνει είχα κλιθεί
ήμουν κλιμένος, -η
είχαμε κλιθεί
ήμαστε κλιμένοι, -ες
είχες κλίνει είχατε κλίνει είχες κλιθεί
ήσουν κλιμένος, -η
είχατε κλιθεί
ήσαστε κλιμένοι, -ες
είχε κλίνει είχαν κλίνει είχε κλιθεί
ήταν κλιμένος, -η, -ο
είχαν κλιθεί
ήταν κλιμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κλίνω θα κλίνουμε, θα κλίνομε θα κλίνομαι θα κλινόμαστε
θα κλίνεις θα κλίνετε θα κλίνεσαι θα κλίνεστε, θα κλινόσαστε
θα κλίνει θα κλίνουν(ε) θα κλίνεται θα κλίνονται
Simp
Fut
θα κλίνω θα κλίνουμε, θα κλίνομε θα κλιθώ θα κλιθούμε
θα κλίνεις θα κλίνετε θα κλιθείς θα κλιθείτε
θα κλίνει θα κλίνουν(ε) θα κλιθεί θα κλιθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κλίνει θα έχουμε κλίνει θα έχω κλιθεί
θα είμαι κλιμένος, -η
θα έχουμε κλιθεί
θα είμαστε κλιμένοι, -ες
θα έχεις κλίνει θα έχετε κλίνει θα έχεις κλιθεί
θα είσαι κλιμένος, -η
θα έχετε κλιθεί
θα είστε κλιμένοι, -ες
θα έχει κλίνει θα έχουν κλίνει θα έχει κλιθεί
θα είναι κλιμένος, -η, -ο
θα έχουν κλιθεί
θα είναι κλιμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κλίνω να κλίνουμε, να κλίνομε να κλίνομαι να κλινόμαστε
να κλίνεις να κλίνετε να κλίνεσαι να κλίνεστε, να κλινόσαστε
να κλίνει να κλίνουν(ε) να κλίνεται να κλίνονται
Aorist να κλίνω να κλίνουμε, να κλίνομε να κλιθώ να κλιθούμε
να κλίνεις να κλίνετε να κλιθείς να κλιθείτε
να κλίνει να κλίνουν(ε) να κλιθεί να κλιθούν(ε)
Perf να έχω κλίνει να έχουμε κλίνει να έχω κλιθεί
να είμαι κλιμένος, -η
να έχουμε κλιθεί
να είμαστε κλιμένοι, -ες
να έχεις κλίνει να έχετε κλίνει να έχεις κλιθεί
να είσαι κλιμένος, -η
να έχετε κλιθεί
να είστε κλιμένοι, -ες
να έχει κλίνει να έχουν κλίνει να έχει κλιθεί
να είναι κλιμένος, -η, -ο
να έχουν κλιθεί
να είναι κλιμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κλίνε κλίνετε κλίνεστε
Aorist κλίνε κλίνετε κλίνου κλιθείτε
Part
iciple
Pres κλίνοντας
Perf έχοντας κλίνει, έχοντας κλιμένο κλιμένος, -η, -ο κλιμένοι, -ες, -α
Infin Aorist κλίνει κλιθεί