ΚΕΝΤΩ
I embroider
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
κεντάω, κεντώ κεντάμε, κεντούμε κεντιέμαι κεντιόμαστε
κεντάς κεντάτε κεντιέσαι κεντιέστε, κεντιόσαστε
κεντάει, κεντά κεντάν(ε), κεντούν(ε) κεντιέται κεντιούνται, κεντιόνται
Imper
fect
κεντούσα, κένταγα κεντούσαμε, κεντάγαμε κεντιόμουν(α) κεντιόμαστε, κεντιόμασταν
κεντούσες, κένταγες κεντούσατε, κεντάγατε κεντιόσουν(α) κεντιόσαστε, κεντιόσασταν
κεντούσε, κένταγε κεντούσαν(ε), κένταγαν, κεντάγανε κεντιόταν(ε) κεντιόνταν(ε), κεντιούνταν, κεντιόντουσαν
Aorist κέντησα κεντήσαμε κεντήθηκα κεντηθήκαμε
κέντησες κεντήσατε κεντήθηκες κεντηθήκατε
κέντησε κέντησαν, κεντήσαν(ε) κεντήθηκε κεντήθηκαν, κεντηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω κεντήσει
έχω κεντημένο
έχουμε κεντήσει
έχουμε κεντημένο
έχω κεντηθεί
είμαι κεντημένος, -η
έχουμε κεντηθεί
είμαστε κεντημένοι, -ες
έχεις κεντήσει
έχεις κεντημένο
έχετε κεντήσει
έχετε κεντημένο
έχεις κεντηθεί
είσαι κεντημένος, -η
έχετε κεντηθεί
είστε κεντημένοι, -ες
έχει κεντήσει
έχει κεντημένο
έχουν κεντήσει
έχουν κεντημένο
έχει κεντηθεί
είναι κεντημένος, -η, -ο
έχουν κεντηθεί
είναι κεντημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ect
είχα κεντήσει
είχα κεντημένο
είχαμε κεντήσει
είχαμε κεντημένο
είχα κεντηθεί
ήμουν κεντημένος, -η
είχαμε κεντηθεί
ήμαστε κεντημένοι, -ες
είχες κεντήσει
είχες κεντημένο
είχατε κεντήσει
είχατε κεντημένο
είχες κεντηθεί
ήσουν κεντημένος, -η
είχατε κεντηθεί
ήσαστε κεντημένοι, -ες
είχε κεντήσει
είχε κεντημένο
είχαν κεντήσει
είχαν κεντημένο
είχε κεντηθεί
ήταν κεντημένος, -η, -ο
είχαν κεντηθεί
ήταν κεντημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα κεντάω, θα κεντώ θα κεντάμε, θα κεντούμε θα κεντιέμαι θα κεντιόμαστε
θα κεντάς θα κεντάτε θα κεντιέσαι θα κεντιέστε, θα κεντιόσαστε
θα κεντάει, θα κεντά θα κεντάν(ε), θα κεντούν(ε) θα κεντιέται θα κεντιούνται, θα κεντιόνται
Simp
Fut
θα κεντήσω θα κεντήσουμε, θα κεντήσομε θα κεντηθώ θα κεντηθούμε
θα κεντήσεις θα κεντήσετε θα κεντηθείς θα κεντηθείτε
θα κεντήσει θα κεντήσουν(ε) θα κεντηθεί θα κεντηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω κεντήσει
θα έχω κεντημένο
θα έχουμε κεντήσει
θα έχουμε κεντημένο
θα έχω κεντηθεί
θα είμαι κεντημένος, -η
θα έχουμε κεντηθεί
θα είμαστε κεντημένοι, -ες
θα έχεις κεντήσει
θα έχεις κεντημένο
θα έχετε κεντήσει
θα έχετε κεντημένο
θα έχεις κεντηθεί
θα είσαι κεντημένος, -η
θα έχετε κεντηθεί
θα είστε κεντημένοι, -ες
θα έχει κεντήσει
θα έχει κεντημένο
θα έχουν κεντήσει
θα έχουν κεντημένο
θα έχει κεντηθεί
θα είναι κεντημένος, -η, -ο
θα έχουν κεντηθεί
θα είναι κεντημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να κεντάω, να κεντώ να κεντάμε, να κεντούμε να κεντιέμαι να κεντιόμαστε
να κεντάς να κεντάτε να κεντιέσαι να κεντιέστε, να κεντιόσαστε
να κεντάει, να κεντά να κεντάν(ε), να κεντούν(ε) να κεντιέται να κεντιούνται, να κεντιόνται
Aorist να κεντήσω να κεντήσουμε, να κεντήσομε να κεντηθώ να κεντηθούμε
να κεντήσεις να κεντήσετε να κεντηθείς να κεντηθείτε
να κεντήσει να κεντήσουν(ε) να κεντηθεί να κεντηθούν(ε)
Perf να έχω κεντήσει
να έχω κεντημένο
να έχουμε κεντήσει
να έχουμε κεντημένο
να έχω κεντηθεί
να είμαι κεντημένος, -η
να έχουμε κεντηθεί
να είμαστε κεντημένοι, -ες
να έχεις κεντήσει
να έχεις κεντημένο
να έχετε κεντήσει
να έχετε κεντημένο
να έχεις κεντηθεί
να είσαι κεντημένος, -η
να έχετε κεντηθεί
να είστε κεντημένοι, -η
να έχει κεντήσει
να έχει κεντημένο
να έχουν κεντήσει
να έχουν κεντημένο
να έχει κεντηθεί
να είναι κεντημένος, -η, -ο
να έχουν κεντηθεί
να είναι κεντημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κέντα, κένταγε κεντάτε κεντιέστε
Aorist κέντησε, κέντα κεντήστε κεντήσου κεντηθείτε
Part
iciple
Pres κεντώντας
Perf έχοντας κεντήσει, έχοντας κεντημένο κεντημένος, -η, -ο κεντημένοι, -ες, -α
Infin Aorist κεντήσει κεντηθεί