ΚΑΘΙΣΤΩ
I make
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καθιστώ καθιστούμε καθίσταμαι καθιστάμεθα
καθιστάς καθιστάτε καθίστασαι καθίστασθε
καθιστά καθιστούν(ε) καθίσταται καθίστανται
Imper
fect
καθιστούσα καθιστούσαμε
καθιστούσες καθιστούσατε
καθιστούσε καθιστούσαν(ε) καθίστατο καθίσταντο
Aorist κατέστησα καταστήσαμε κατέστην
κατέτησες καταστήσατε κατέστης
κατέστησε κατέστησαν, καταστήσαν(ε) κατέστη κατέστησαν
Perf
ect
έχω καταστήσει έχουμε καταστήσει έχω καταστεί έχουμε καταστεί
έχεις καταστήσει έχετε καταστήσει έχεις καταστεί έχετε καταστεί
έχει καταστήσει έχουν καταστήσει έχει καταστεί έχουν καταστεί
Plu
perf
ect
είχα καταστήσει είχαμε καταστήσει είχα καταστεί είχαμε καταστεί
είχες καταστήσει είχατε καταστήσει είχες καταστεί είχατε καταστεί
είχε καταστήσει είχαν καταστήσει είχε καταστεί είχαν καταστεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα καθιστώ θα καθιστούμε θα καθίσταμαι θα καθιστάμεθα
θα καθιστάς θα καθιστάτε θα καθίστασαι θα καθίστασθε
θα καθιστά θα καθιστούν(ε) θα καθίσταται θα καθίστανται
Simp
Fut
θα καταστήσω θα καταστήσουμε, θα καταστήσομε θα καταστώ θα καταστούμε
θα καταστήσεις θα καταστήσετε θα καταστείς θα καταστείτε
θα καταστήσει θα καταστήσουν(ε) θα καταστεί θα καταστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταστήσει θα έχουμε καταστήσει θα έχω καταστεί θα έχουμε καταστεί
θα έχεις καταστήσει θα έχετε καταστήσει θα έχεις καταστεί θα έχετε καταστεί
θα έχει καταστήσει θα έχουν καταστήσει θα έχει καταστεί θα έχουν καταστεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καθιστώ να καθιστούμε να καθίσταμαι να καθιστάμεθα
να καθιστάς να καθιστάτε να καθίστασαι να καθίστασθε
να καθιστά να καθιστούν(ε) να καθίσταται να καθίστανται
Aorist να καταστήσω να καταστήσουμε, να καταστήσομε να καταστώ να καταστούμε
να καταστήσεις να καταστήσετε να καταστείς να καταστείτε
να καταστήσει να καταστήσουν(ε) να καταστεί να καταστούν(ε)
Perf να έχω καταστήσει να έχουμε καταστήσει να έχω καταστεί να έχουμε καταστεί
να έχεις καταστήσει να έχετε καταστήσει να έχεις καταστεί να έχετε καταστεί
να έχει καταστήσει να έχουν καταστήσει να έχει καταστεί να έχουν καταστεί
Imper
ative
Pres καθιστάτε καθιστάσθε
Aorist κατάστησε καταστήστε, καταστήσετε καταστήσου καταστείτε
Part
iciple
Pres καθιστώντας καθιστάμενος
Perf έχοντας καταστήσει κατεστημένος, -η, -ο κατεστημένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταστήσει καταστεί