ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ
I delay
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καθυστερώ καθυστερούμε
καθυστερείς καθυστερείτε
καθυστερεί καθυστερούν(ε)
Imper
fect
καθυστερούσα καθυστερούσαμε
καθυστερούσες καθυστερούσατε
καθυστερούσε καθυστερούσαν(ε)
Aorist καθυστέρησα καθυστερήσαμε
καθυστέρησες καθυστερήσατε
καθυστέρησε καθυστέρησαν, καθυστερήσαν(ε)
Perf
ect
έχω καθυστερήσει έχουμε καθυστερήσει
έχεις καθυστερήσει έχετε καθυστερήσει
έχει καθυστερήσει έχουν καθυστερήσει
Plu
perf
ect
είχα καθυστερήσει είχαμε καθυστερήσει
είχες καθυστερήσει είχατε καθυστερήσει
είχε καθυστερήσει είχαν καθυστερήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα καθυστερώ θα καθυστερούμε
θα καθυστερείς θα καθυστερείτε
θα καθυστερεί θα καθυστερούν(ε)
Simp
Fut
θα καθυστερήσω θα καθυστερήσουμε
θα καθυστερήσεις θα καθυστερήσετε
θα καθυστερήσει θα καθυστερήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καθυστερήσει θα έχουμε καθυστερήσει
θα έχεις καθυστερήσει θα έχετε καθυστερήσει
θα έχει καθυστερήσει θα έχουν καθυστερήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καθυστερώ να καθυστερούμε
να καθυστερείς να καθυστερείτε
να καθυστερεί να καθυστερούν(ε)
Aorist να καθυστερήσω να καθυστερήσουμε, να καθυστερήσομε
να καθυστερήσεις να καθυστερήσετε
να καθυστερήσει να καθυστερήσουν(ε)
Perf να έχω καθυστερήσει να έχουμε καθυστερήσει
να έχεις καθυστερήσει να έχετε καθυστερήσει
να έχει καθυστερήσει να έχουν καθυστερήσει
Imper
ative
Pres καθυστερείτε
Aorist καθυστέρησε καθυστερήστε, καθυστερήσετε
Part
iciple
Pres καθυστερώντας
Perf έχοντας καθυστερήσει
Infin Aorist καθυστερήσει