ΚΑΤΑΠΛΗΤΤΩ
I amaze
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταπλήττω, καταπλήσσω καταπλήττουμε, καταπλήττομε καταπλήττομαι, καταπλήσσομαι καταπληττόμαστε
καταπλήττεις καταπλήττετε καταπλήττεσαι καταπλήττεστε, καταπληττόσαστε
καταπλήττει καταπλήττουν(ε) καταπλήττεται καταπλήττονται
Imper
fect
κατέπληττα καταπλήτταμε
κατέκπληττες καταπλήττατε
κατέκπληττε κατέκπλητταν, καταπλήτταν(ε) καταπλήττετο καταπλήττονταν, καταπλήττοντο
Aorist κατέπληξα καταπλήξαμε καταπλήγηκα, καταπλάγην καταπληγήκαμε, καταπλάγημεν
κατέπληξες καταπλήξατε καταπλήγηκες, καταπλάγης καταπληγήκατε, καταπλάγητε
κατέπληξε κατέπληξαν, καταπλήξαν(ε) καταπλήγηκε, καταπλάγη καταπλήγηκαν, καταπληγήκανε, καταπλάγησαν
Per
fect
έχω καταπλήξει έχουμε καταπλήξει έχω καταπλαγεί έχουμε καταπλαγεί
έχεις καταπλήξει έχετε καταπλήξει έχεις καταπλαγεί έχετε καταπλαγεί
έχει καταπλήξει έχουν καταπλήξει έχει καταπλαγεί έχουν καταπλαγεί
Plu
per
fect
είχα καταπλήξει είχαμε καταπλήξει είχα καταπλαγεί είχαμε καταπλαγεί
είχες καταπλήξει είχατε καταπλήξει είχες καταπλαγεί είχατε καταπλαγεί
είχε καταπλήξει είχαν καταπλήξει είχε καταπλαγεί είχαν καταπλαγεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταπλήττω θα καταπλήττουμε, θα καταπλήττομε θα καταπλήττομαι θα καταπληττόμαστε
θα καταπλήττεις θα καταπλήττετε θα καταπλήττεσαι θα καταπλήττεστε, θα καταπληττόσαστε
θα καταπλήττει θα καταπλήττουν(ε) θα καταπλήττεται θα καταπλήττονται
Simp
Fut
θα καταπλήξω θα καταπλήξουμε, θα καταπλήξομε θα καταπλαγώ θα καταπλαγούμε
θα καταπλήξεις θα ελπλήξετε θα καταπλαγείς θα καταπλαγείτε
θα καταπλήξει θα καταπλήξουν(ε) θα καταπλαγεί θα καταπλαγούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταπλήξει θα έχουμε καταπλήξει θα έχω καταπλαγεί θα έχουμε καταπλαγεί
θα έχεις καταπλήξει θα έχετε καταπλήξει θα έχεις καταπλαγεί θα έχετε καταπλαγεί
θα έχει καταπλήξει θα έχουν καταπλήξει θα έχει καταπλαγεί θα έχουν καταπλαγεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταπλήττω να καταπλήττουμε, να καταπλήττομε να καταπλήττομαι να καταπληττόμαστε
να καταπλήττεις να καταπλήττετε να καταπλήττεσαι να καταπλήττεστε, να καταπληττόσαστε
να καταπλήττει να καταπλήττουν(ε) να καταπλήττεται να καταπλήττονται
Aorist να καταπλήξω να καταπλήξουμε, να καταπλήξομε να καταπλαγώ να καταπλαγούμε
να καταπλήξεις να καταπλήξετε να καταπλαγείς να καταπλαγείτε
να καταπλήξει να καταπλήξουν(ε) να καταπλαγεί να καταπλαγούν(ε)
Perf να έχω καταπλήξει να έχουμε καταπλήξει να έχω καταπλαγεί να έχουμε καταπλαγεί
να έχεις καταπλήξει να έχετε καταπλήξει να έχεις καταπλαγεί να έχετε καταπλαγεί
να έχει καταπλήξει να έχουν καταπλήξει να έχει καταπλαγεί να έχουν καταπλαγεί
Imper
ative
Pres καταπλήττε καταπλήττετε καταπλήττεστε
Aorist καταπλήξε καταπλήξτε, καταπλήξετε καταπλαγείτε
Part
iciple
Pres καταπλήττοντας καταπληττόμενος
Perf έχοντας καταπλήξει
Infin Aorist καταπλήξει καταπλαγεί