| ΚΑΤΑΦΡΟΝΩ I scorn
 | Active | Passive | 
| Singular | Plural | Singular | Plural | 
| I N
 D
 I
 C
 A
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | καταφρονώ | καταφρονούμε | καταφρονούμαι | καταφρονούμαστε | 
| καταφρονείς | καταφρονείτε | καταφρονείσαι | καταφρονείστε | 
| καταφρονεί | καταφρονούν(ε) | καταφρονείται | καταφρονούνται | 
| Imper fect
 | καταφρονούσα | καταφρονούσαμε | καταφρονούμουν | καταφρονούμαστε | 
| καταφρονούσες | καταφρονούσατε |  |  | 
| καταφρονούσε | καταφρονούσαν(ε) | καταφρονούνταν, καταφρονείτο | καταφρονούνταν, καταφρονούντο | 
| Aorist | καταφρόνησα | καταφρονήσαμε | καταφρονήθηκα | καταφρονηθήκαμε | 
| καταφρόνησες | καταφρονήσατε | καταφρονήθηκες | καταφρονηθήκατε | 
| καταφρόνησε | καταφρόνησαν, καταφρονήσαν(ε) | καταφρονήθηκε | καταφρονήθηκαν, καταφρονηθήκαν(ε) | 
| Perf ect
 | έχω     καταφρονήσει έχω     καταφρονημένο
 | έχουμε  καταφρονήσει έχουμε  καταφρονημένο
 | έχω     καταφρονηθεί είμαι   καταφρονημένος, -η
 | έχουμε  καταφρονηθεί είμαστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| έχεις καταφρονήσει έχεις καταφρονημένο
 | έχετε καταφρονήσει έχετε καταφρονημένο
 | έχεις καταφρονηθεί είσαι καταφρονημένος, -η
 | έχετε καταφρονηθεί είστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| έχει  καταφρονήσει έχει  καταφρονημένο
 | έχουν καταφρονήσει έχουν καταφρονημένο
 | έχει  καταφρονηθεί είναι καταφρονημένος, -η, -ο
 | έχουν καταφρονηθεί είναι καταφρονημένοι, -ές, -α
 | 
| Plu perf
 ect
 | είχα   καταφρονήσει είχα   καταφρονημένο
 | είχαμε καταφρονήσει είχαμε καταφρονημένο
 | είχα   καταφρονηθεί ήμουν  καταφρονημένος, -η
 | είχαμε καταφρονηθεί ήμαστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| είχες  καταφρονήσει είχες  καταφρονημένο
 | είχατε καταφρονήσει είχατε καταφρονημένο
 | είχες  καταφρονηθεί ήσουν  καταφρονημένος, -η
 | είχατε καταφρονηθεί ήσαστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| είχε  καταφρονήσει είχε  καταφρονημένο
 | είχαν καταφρονήσει είχαν καταφρονημένο
 | είχε  καταφρονηθεί ήταν  καταφρονημένος, -η, -ο
 | είχαν καταφρονηθεί ήταν  καταφρονημένοι, -ες, -α
 | 
| Fut ure
 Cont
 inuous
 | θα καταφρονώ | θα καταφρονούμε | θα καταφρονούμαι | θα καταφρονούμαστε | 
| θα καταφρονείς | θα καταφρονείτε | θα καταφρονείσαι | θα καταφρονείστε | 
| θα καταφρονεί | θα καταφρονούν(ε) | θα καταφρονείται | θα καταφρονούνται | 
| Simp Fut
 | θα καταφρονήσω | θα καταφρονήσουμε | θα καταφρονηθώ | θα καταφρονηθούμε | 
| θα καταφρονήσεις | θα καταφρονήσετε | θα καταφρονηθείς | θα καταφρονηθείτε | 
| θα καταφρονήσει | θα καταφρονήσουν(ε) | θα καταφρονηθεί | θα καταφρονηθούν(ε) | 
| Fut Perf
 | θα έχω     καταφρονήσει θα έχω     καταφρονημένο
 | θα έχουμε  καταφρονήσει θα έχουμε  καταφρονημένο
 | θα έχω     καταφρονηθεί θα είμαι   καταφρονημένος, -η
 | θα έχουμε  καταφρονηθεί θα είμαστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| θα έχεις καταφρονήσει θα έχεις καταφρονημένο
 | θα έχετε καταφρονήσει θα έχετε καταφρονημένο
 | θα έχεις καταφρονηθεί θα είσαι καταφρονημένος, -η
 | θα έχετε καταφρονηθεί θα είστε καταφρονημένοι, -η
 | 
| θα έχει  καταφρονήσει θα έχει  καταφρονημένο
 | θα έχουν καταφρονήσει θα έχουν καταφρονημένο
 | θα έχει  καταφρονηθεί θα είναι καταφρονημένος, -η, -ο
 | θα έχουν καταφρονηθεί θα είναι καταφρονημένοι, -ες, -α
 | 
| S U
 B
 J
 U
 N
 C
 T
 I
 V
 E
 | Pres ent
 | να καταφρονώ | να καταφρονούμε | να καταφρονούμαι | να καταφρονούμαστε | 
| να καταφρονείς | να καταφρονείτε | να καταφρονείσαι | να καταφρονείστε | 
| να καταφρονεί | να καταφρονούν(ε) | να καταφρονείται | να καταφρονούνται | 
| Aorist | να καταφρονήσω | να καταφρονήσουμε, να καταφρονήσομε | να καταφρονηθώ | να καταφρονηθούμε | 
| να καταφρονήσεις | να καταφρονήσετε | να καταφρονηθείς | να καταφρονηθείτε | 
| να καταφρονήσει | να καταφρονήσουν(ε) | να καταφρονηθεί | να καταφρονηθούν(ε) | 
| Perf | να έχω     καταφρονήσει να έχω     καταφρονημένο
 | να έχουμε  καταφρονήσει να έχουμε  καταφρονημένο
 | να έχω     καταφρονηθεί να είμαι   καταφρονημένος, -η
 | να έχουμε  καταφρονηθεί να είμαστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| να έχεις καταφρονήσει να έχεις καταφρονημένο
 | να έχετε καταφρονήσει να έχετε καταφρονημένο
 | να έχεις καταφρονηθεί να είσαι καταφρονημένος, -η
 | να έχετε καταφρονηθεί να είστε καταφρονημένοι, -ες
 | 
| να έχει  καταφρονήσει να έχει  καταφρονημένο
 | να έχουν καταφρονήσει να έχουν καταφρονημένο
 | να έχει  καταφρονηθεί να είναι καταφρονημένος, -η, -ο
 | να έχουν καταφρονηθεί να είναι καταφρονημένοι, -ες, -α
 | 
| Imper ative
 | Pres |  | καταφρονείτε |  | καταφρονείστε | 
| Aorist | καταφρόνησε | καταφρονήστε, καταφρονήσετε | καταφρονήσου | καταφρονηθείτε | 
| Part iciple
 | Pres | καταφρονώντας |  | 
| Perf | έχοντας καταφρονήσει, έχοντας καταφρονημένο | καταφρονημένος, -η, -ο | καταφρονημένοι, -ες, -α | 
| Infin | Aorist | καταφρονήσει | καταφρονηθεί |