ΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
I exhaust
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταβάλλω καταβάλλουμε, καταβάλλομε καταβάλλομαι καταβαλλόμαστε
καταβάλλεις καταβάλλετε καταβάλλεσαι καταβάλλεστε, καταβαλλόσαστε
καταβάλλει καταβάλλουν(ε) καταβάλλεται καταβάλλονται
Imper
fect
κατέβαλλα καταβάλλαμε καταβαλλόμουν(α) καταβαλλόμαστε
κατέβαλλες καταβάλλατε καταβαλλόσουν(α) καταβαλλόσαστε
κατέβαλλε κατέβαλλαν, καταβάλλαν(ε) καταβαλλόταν(ε) καταβάλλονταν
Aorist κατέβαλα καταβάλαμε καταβλήθηκα καταβληθήκαμε
κατέβαλες καταβάλατε καταβλήθηκες καταβληθήκατε
κατέβαλε κατέβαλαν, καταβάλαν(ε) καταβλήθηκε καταβλήθηκαν, καταβληθήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταβάλει έχουμε καταβάλει έχω καταβληθεί
είμαι καταβεβλημένος, -η
έχουμε καταβληθεί
είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
έχεις καταβάλει έχετε καταβάλει έχεις καταβληθεί
είσαι καταβεβλημένος, -η
έχετε καταβληθεί
είστε καταβεβλημένοι, -ες
έχει καταβάλει έχουν καταβάλει έχει καταβληθεί
είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν καταβληθεί
είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταβάλει είχαμε καταβάλει είχα καταβληθεί
ήμουν καταβεβλημένος, -η
είχαμε καταβληθεί
ήμαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχες καταβάλει είχατε καταβάλει είχες καταβληθεί
ήσουν καταβεβλημένος, -η
είχατε καταβληθεί
ήσαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχε καταβάλει είχαν καταβάλει είχε καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταβάλλω θα καταβάλλουμε, θα καταβάλλομε θα καταβάλλομαι θα καταβαλλόμαστε
θα καταβάλλεις θα καταβάλλετε θα καταβάλλεσαι θα καταβάλλεστε, θα καταβαλλόσαστε
θα καταβάλλει θα καταβάλλουν(ε) θα καταβάλλεται θα καταβάλλονται
Simp
Fut
θα καταβάλω θα καταβάλουμε, θα καταβάλομε θα καταβληθώ θα καταβληθούμε
θα καταβάλεις θα καταβάλετε θα καταβληθείς θα καταβληθείτε
θα καταβάλει θα καταβάλουν(ε) θα καταβληθεί θα καταβληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταβάλει θα έχουμε καταβάλει θα έχω καταβληθεί
θα είμαι καταβεβλημένος, -η
θα έχουμε καταβληθεί
θα είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις καταβάλει θα έχετε καταβάλει θα έχεις καταβληθεί
θα είσαι καταβεβλημένος, -η
θα έχετε καταβάλει
θα είστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχει καταβάλει θα έχουν καταβάλει θα έχει καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταβάλλω να καταβάλλουμε, να καταβάλλομε να καταβάλλομαι να καταβαλλόμαστε
να καταβάλλεις να καταβάλλετε να καταβάλλεσαι να καταβάλλεστε, να καταβαλλόσαστε
να καταβάλλει να καταβάλλουνε να καταβάλλεται να καταβάλλονται
Aorist να καταβάλω να καταβάλουμε να καταβληθώ να καταβληθούμε
να καταβάλεις να καταβάλετε να καταβληθείς να καταβληθείτε
να καταβάλει να καταβάλουν(ε) να καταβληθεί να καταβληθούν(ε)
Perf να έχω καταβάλει να έχουμε καταβάλει να έχω καταβληθεί
να είμαι καταβεβλημένος, -η
να έχουμε καταβληθεί
να είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχεις καταβάλει να έχετε καταβάλει να έχεις καταβληθεί
να είσαι καταβεβλημένος, -η
να έχετε καταβληθεί
να είστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχει καταβάλει να έχουν καταβάλει να έχει καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres κατάβαλλε καταβάλλετε καταβάλλεστε
Aorist κατάβαλε καταβάλετε καταβληθείτε
Part
iciple
Pres καταβάλλοντας καταβαλλόμενος
Perf έχοντας καταβάλει καταβεβλημένος, -η, -ο καταβεβλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταβάλει καταβληθεί