ΚΑΡΤΕΡΩ
I wait
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καρτεράω, καρτερώ καρτεράμε, καρτερούμε
καρτεράς καρτεράτε
καρτεράει, καρτερά καρτεράν(ε), καρτερούν(ε)
Imper
fect
καρτερούσα, καρτέραγα καρτερούσαμε, καρτεράγαμε
καρτερούσες, καρτέραγες καρτερούσατε, καρτεράγατε
καρτερούσε, καρτέραγε καρτερούσαν(ε), καρτέραγαν, καρτεράγανε
Aorist καρτέρεσα καρτερέσαμε
καρτέρεσες καρτερέσατε
καρτέρεσε καρτέρεσαν, καρτερέσαν(ε)
Perf
ect
έχω καρτερέσει έχουμε καρτερέσει
έχεις καρτερέσει έχετε καρτερέσει
έχει καρτερέσει έχουν καρτερέσει
Plu
perf
ect
είχα καρτερέσει είχαμε καρτερέσει
είχες καρτερέσει είχατε καρτερέσει
είχε καρτερέσει είχαν καρτερέσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα καρτεράω, θα καρτερώ θα καρτεράμε, θα καρτερούμε
θα καρτεράς θα καρτεράτε
θα καρτεράει, θα καρτερά θα καρτεράν(ε), θα καρτερούν(ε)
Simp
Fut
θα καρτερέσω θα καρτερέσουμε, θα καρτερέσομε
θα καρτερέσεις θα καρτερέσετε
θα καρτερέσει θα καρτερέσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καρτερέσει θα έχουμε καρτερέσει
θα έχεις καρτερέσει θα έχετε καρτερέσει
θα έχει καρτερέσει θα έχουν καρτερέσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καρτεράω, να καρτερώ να καρτεράμε, να καρτερούμε
να καρτεράς να καρτεράτε
να καρτεράει, να καρτερά να καρτεράν(ε), να καρτερούν(ε)
Aorist να καρτερέσω να καρτερέσουμε, να καρτερέσομε
να καρτερέσεις να καρτερέσετε
να καρτερέσει να καρτερέσουν(ε)
Perf να έχω καρτερέσει να έχουμε καρτερέσει
να έχεις καρτερέσει να έχετε καρτερέσει
να έχει καρτερέσει να έχουν καρτερέσει
Imper
ative
Pres καρτέρα, καρτέραγε καρτεράτε
Aorist καρτέρεσε, καρτέρα καρτερέστε
Part
iciple
Pres καρτερώντας
Perf έχοντας καρτερέσει
Infin Aorist καρτερέσει