ΚΑΤΑΔΙΚ…
I condemn
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταδικάζω καταδικάζουμε, καταδικάζομε καταδικάζομαι καταδικαζόμαστε
καταδικάζεις καταδικάζετε καταδικάζεσαι καταδικάζεστε, καταδικαζόσαστε
καταδικάζει καταδικάζουν(ε) καταδικάζεται καταδικάζονται
Imper
fect
καταδίκαζα καταδικάζαμε καταδικαζόμουν(α) καταδικαζόμαστε, καταδικαζόμασταν
καταδίκαζες καταδικάζατε καταδικαζόσουν(α) καταδικαζόσαστε, καταδικαζόσασταν
καταδίκαζε καταδίκαζαν, καταδικάζαν(ε) καταδικαζόταν(ε) καταδικάζονταν, καταδικαζόντανε, καταδικαζόντουσαν
Aorist καταδίκασα καταδικάσαμε καταδικάστηκα καταδικαστήκαμε
καταδίκασες καταδικάσατε καταδικάστηκες καταδικαστήκατε
καταδίκασε καταδίκασαν, καταδικάσαν(ε) καταδικάστηκε καταδικάστηκαν, καταδικαστήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταδικάσει
έχω καταδικασμένο
έχουμε καταδικάσει
έχουμε καταδικασμένο
έχω καταδικαστεί
είμαι καταδικασμένος, -η
έχουμε καταδικαστεί
είμαστε καταδικασμένοι, -ες
έχεις καταδικάσει
έχεις καταδικασμένο
έχετε καταδικάσει
έχετε καταδικασμένο
έχεις καταδικαστεί
είσαι καταδικασμένος, -η
έχετε καταδικαστεί
είστε καταδικασμένοι, -ες
έχει καταδικάσει
έχει καταδικασμένο
έχουν καταδικάσει
έχουν καταδικασμένο
έχει καταδικαστεί
είναι καταδικασμένος, -η, -ο
έχουν καταδικαστεί
είναι καταδικασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα καταδικάσει
είχα καταδικασμένο
είχαμε καταδικάσει
είχαμε καταδικασμένο
είχα καταδικαστεί
ήμουν καταδικασμένος, -η
είχαμε καταδικαστεί
ήμαστε καταδικασμένοι, -ες
είχες καταδικάσει
είχες καταδικασμένο
είχατε καταδικάσει
είχατε καταδικασμένο
είχες καταδικαστεί
ήσουν καταδικασμένος, -η
είχατε καταδικαστεί
ήσαστε καταδικασμένοι, -ες
είχε καταδικάσει
είχε καταδικασμένο
είχαν καταδικάσει
είχαν καταδικασμένο
είχε καταδικαστεί
ήταν καταδικασμένος, -η, -ο
είχαν καταδικαστεί
ήταν καταδικασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταδικάζω θα καταδικάζουμε, θα καταδικάζομε θα καταδικάζομαι θα καταδικαζόμαστε
θα καταδικάζεις θα καταδικάζετε θα καταδικάζεσαι θα καταδικάζεστε, θα καταδικαζόσαστε
θα καταδικάζει θα καταδικάζουν(ε) θα καταδικάζεται θα καταδικάζονται
Simp
Fut
θα καταδικάσω θα καταδικάσουμε, θα καταδικάσομε θα καταδικαστώ θα καταδικαστούμε
θα καταδικάσεις θα καταδικάσετε θα καταδικαστείς θα καταδικαστείτε
θα καταδικάσει θα καταδικάσουν(ε) θα καταδικαστεί θα καταδικαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταδικάσει
θα έχω καταδικασμένο
θα έχουμε καταδικάσει
θα έχουμε καταδικασμένο
θα έχω καταδικαστεί
θα είμαι καταδικασμένος, -η
θα έχουμε καταδικαστεί
θα είμαστε καταδικασμένοι, -ες
θα έχεις καταδικάσει
θα έχεις καταδικασμένο
θα έχετε καταδικάσει
θα έχετε καταδικασμένο
θα έχεις καταδικαστεί
θα είσαι καταδικασμένος, -η
θα έχετε καταδικαστεί
θα είστε καταδικασμένοι, -ες
θα έχει καταδικάσει
θα έχει καταδικασμένο
θα έχουν καταδικάσει
θα έχουν καταδικασμένο
θα έχει καταδικαστεί
θα είναι καταδικασμένος, -η, -ο
θα έχουν καταδικαστεί
θα είναι καταδικασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταδικάζω να καταδικάζουμε, να καταδικάζομε να καταδικάζομαι να καταδικαζόμαστε
να καταδικάζεις να καταδικάζετε να καταδικάζεσαι να καταδικάζεστε, να καταδικαζόσαστε
να καταδικάζει να καταδικάζουν(ε) να καταδικάζεται να καταδικάζονται
Aorist να καταδικάσω να καταδικάσουμε, να καταδικάσομε να καταδικαστώ να καταδικαστούμε
να καταδικάσεις να καταδικάσετε να καταδικαστείς να καταδικαστείτε
να καταδικάσει να καταδικάσουν να καταδικαστεί να καταδικαστούν(ε)
Perf να έχω καταδικάσει
να έχω καταδικασμένο
να έχουμε καταδικάσει
να έχουμε καταδικασμένο
να έχω καταδικαστεί
να είμαι καταδικασμένος, -η
να έχουμε καταδικαστεί
να είμαστε καταδικασμένοι, -ες
να έχεις καταδικάσει
να έχεις καταδικασμένο
να έχετε καταδικάσει
να έχετε καταδικασμένο
να έχεις καταδικαστεί
να είσαι καταδικασμένος, -η
να έχετε καταδικαστεί
να είστε καταδικασμένοι, -ες
να έχει καταδικάσει
να έχει καταδικασμένο
να έχουν καταδικάσει
να έχουν καταδικασμένο
να έχει καταδικαστεί
να είναι καταδικασμένος, -η, -ο
να έχουν καταδικαστεί
να είναι καταδικασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres καταδίκαζε καταδικάζετε καταδικάζεστε
Aorist καταδίκασε καταδικάστε καταδικάσου καταδικαστείτε
Part
iciple
Pres καταδικάζοντας καταδικαζόμενος
Perf έχοντας καταδικάσει, έχοντας καταδικασμένο καταδικασμένος, -η, -ο καταδικασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist καταδικάσει καταδικαστεί