ΙΣΧΥΩ I am valid |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ισχύω | ισχύουμε, ισχύομε |
ισχύεις | ισχύετε | ||
ισχύει | ισχύουν(ε) | ||
Imper fect |
ίσχυα | ισχύαμε | |
ίσχυες | ισχύατε | ||
ίσχυε | ίσχυαν, ισχύαν(ε) | ||
Aorist | ίσχυσα | ισχύσαμε | |
ίσχυσες | ισχύσατε | ||
ίσχυσε | ίσχυσαν, ισχύσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ισχύσει | έχουμε ισχύσει | |
έχεις ισχύσει | έχετε ισχύσει | ||
έχει ισχύσει | έχουν ισχύσει | ||
Plu per fect |
είχα ισχύσει | είχαμε ισχύσει | |
είχες ισχύσει | είχατε ισχύσει | ||
είχε ισχύσει | είχαν ισχύσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ισχύω | θα ισχύουμε, θα ισχύομε | |
θα ισχύεις | θα ισχύετε | ||
θα ισχύει | θα ισχύουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ισχύσω | θα ισχύσουμε, θα ισχύσομε | |
θα ισχύσεις | θα ισχύσετε | ||
θα ισχύσει | θα ισχύσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ισχύσει | θα έχουμε ισχύσει | |
θα έχεις ισχύσει | θα έχετε ισχύσει | ||
θα έχει ισχύσει | θα έχουν ισχύσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ισχύω | να ισχύουμε, να ισχύομε |
να ισχύεις | να ισχύετε | ||
να ισχύει | να ισχύουν(ε) | ||
Aorist | να ισχύσω | να ισχύσουμε, να ισχύσομε | |
να ισχύσεις | να ισχύσετε | ||
να ισχύσει | να ισχύσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ισχύσει | να έχουμε ισχύσει | |
να έχεις ισχύσει | να έχετε ισχύσει | ||
να έχει ισχύσει | να έχουν ισχύσει | ||
Imper ative |
Pres | ίσχυε | ισχύετε |
Aorist | ίσχυσε | ισχύσετε, ισχύστε | |
Part iciple |
Pres | ισχύοντας | |
Perf | έχοντας ισχύσει | ||
Infin | Aorist | ισχύσει |