ΓΛΕΝΤΩ
I amuse myself
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γλεντάω, γλεντώ γλεντάμε, γλεντούμε
γλεντάς γλεντάτε
γλεντάει, γλεντά γλεντάν(ε), γλεντούν(ε)
Imper
fect
γλεντούσα, γλένταγα γλεντούσαμε, γλεντάγαμε
γλεντούσες, γλένταγες γλεντούσατε, γλεντάγατε
γλεντούσε, γλένταγε γλεντούσαν(ε), γλένταγαν, γλεντάγανε
Aorist γλέντησα γλεντήσαμε
γλέντησες γλεντήσατε
γλέντησε γλέντησαν, γλεντήσαν(ε)
Perf
ect
έχω γλεντήσει έχουμε γλεντήσει
έχεις γλεντήσει έχετε γλεντήσει
έχει γλεντήσει έχουν γλεντήσει
Plu
perf
ect
είχα γλεντήσει είχαμε γλεντήσει
είχες γλεντήσει είχατε γλεντήσει
είχε γλεντήσει είχαν γλεντήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα γλεντάω, θα γλεντώ θα γλεντάμε, θα γλεντούμε
θα γλεντάς θα γλεντάτε
θα γλεντάει, θα γλεντά θα γλεντάν(ε), θα γλεντούν(ε)
Simp
Fut
θα γλεντήσω θα γλεντήσουμε, θα γλεντήσομε
θα γλεντήσεις θα γλεντήσετε
θα γλεντήσει θα γλεντήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γλεντήσει θα έχουμε γλεντήσει
θα έχεις γλεντήσει θα έχετε γλεντήσει
θα έχει γλεντήσει θα έχουν γλεντήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γλεντάω, να γλεντώ να γλεντάμε, να γλεντούμε
να γλεντάς να γλεντάτε
να γλεντάει, να γλεντά να γλεντάν(ε), να γλεντούν(ε)
Aorist να γλεντήσω να γλεντήσουμε, να γλεντήσομε
να γλεντήσεις να γλεντήσετε
να γλεντήσει να γλεντήσουν(ε)
Perf να έχω γλεντήσει να έχουμε γλεντήσει
να έχεις γλεντήσει να έχετε γλεντήσει
να έχει γλεντήσει να έχουν γλεντήσει
Imper
ative
Pres γλέντα, γλένταγε γλεντάτε
Aorist γλέντησε, γλέντα γλεντήστε
Part
iciple
Pres γλεντώντας
Perf έχοντας γλεντήσει
Infin Aorist γλεντήσει