ΓΙΟΡΤΑΖΩ
I celebrate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γιορτάζω γιορτάζουμε, γιορτάζομε γιορτάζομαι γιορταζόμαστε
γιορτάζεις γιορτάζετε γιορτάζεσαι γιορτάζεστε, γιορταζόσαστε
γιορτάζει γιορτάζουν(ε) γιορτάζεται γιορτάζονται
Imper
fect
γιόρταζα γιορτάζαμε γιορταζόμουν(α) γιορταζόμαστε, γιορταζόμασταν
γιόρταζες γιορτάζατε γιορταζόσουν(α) γιορταζόσαστε, γιορταζόσασταν
γιόρταζε γιόρταζαν, γιορτάζαν(ε) γιορταζόταν(ε) γιορτάζονταν, γιορταζόντανε, γιορταζόντουσαν
Aorist γιόρτασα γιορτάσαμε γιορτάστηκα γιορταστήκαμε
γιόρτασες γιορτάσατε γιορτάστηκες γιορταστήκατε
γιόρτασε γιόρτασαν, γιορτάσαν(ε) γιορτάστηκε γιορτάστηκαν, γιορταστήκαν(ε)
Per
fect
έχω γιορτάσει
έχω γιορτασμένο
έχουμε γιορτάσει
έχουμε γιορτασμένο
έχω γιορταστεί
είμαι γιορτασμένος, -η
έχουμε γιορταστεί
είμαστε γιορτασμένοι, -ες
έχεις γιορτάσει
έχεις γιορτασμένο
έχετε γιορτάσει
έχετε γιορτασμένο
έχεις γιορταστεί
είσαι γιορτασμένος, -η
έχετε γιορταστεί
είστε γιορτασμένοι, -ες
έχει γιορτάσει
έχει γιορτασμένο
έχουν γιορτάσει
έχουν γιορτασμένο
έχει γιορταστεί
είναι γιορτασμένος, -η, -ο
έχουν γιορταστεί
είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα γιορτάσει
είχα γιορτασμένο
είχαμε γιορτάσει
είχαμε γιορτασμένο
είχα γιορταστεί
ήμουν γιορτασμένος, -η
είχαμε γιορταστεί
ήμαστε γιορτασμένοι, -ες
είχες γιορτάσει
είχες γιορτασμένο
είχατε γιορτάσει
είχατε γιορτασμένο
είχες γιορταστεί
ήσουν γιορτασμένος, -η
είχατε γιορταστεί
ήσαστε γιορτασμένοι, -ες
είχε γιορτάσει
είχε γιορτασμένο
είχαν γιορτάσει
είχαν γιορτασμένο
είχε γιορταστεί
ήταν γιορτασμένος, -η, -ο
είχαν γιορταστεί
ήταν γιορτασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα γιορτάζω θα γιορτάζουμε, θα γιορτάζομε θα γιορτάζομαι θα γιορταζόμαστε
θα γιορτάζεις θα γιορτάζετε θα γιορτάζεσαι θα γιορτάζεστε, θα γιορταζόσαστε
θα γιορτάζει θα γιορτάζουν(ε) θα γιορτάζεται θα γιορτάζονται
Simp
Fut
θα γιορτάσω θα γιορτάσουμε, θα γιορτάσομε θα γιορταστώ θα γιορταστούμε
θα γιορτάσεις θα γιορτάσετε θα γιορταστείς θα γιορταστείτε
θα γιορτάσει θα γιορτάσουν(ε) θα γιορταστεί θα γιορταστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γιορτάσει
θα έχω γιορτασμένο
θα έχουμε γιορτάσει
θα έχουμε γιορτασμένο
θα έχω γιορταστεί
θα είμαι γιορτασμένος, -η
θα έχουμε γιορταστεί
θα είμαστε γιορτασμένοι, -ες
θα έχεις γιορτάσει
θα έχεις γιορτασμένο
θα έχετε γιορτάσει
θα έχετε γιορτασμένο
θα έχεις γιορταστεί
θα είσαι γιορτασμένος, -η
θα έχετε γιορταστεί
θα είστε γιορτασμένοι, -ες
θα έχει γιορτάσει
θα έχει γιορτασμένο
θα έχουν γιορτάσει
θα έχουν γιορτασμένο
θα έχει γιορταστεί
θα είναι γιορτασμένος, -η, -ο
θα έχουν γιορταστεί
θα είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γιορτάζω να γιορτάζουμε, να γιορτάζομε να γιορτάζομαι να γιορταζόμαστε
να γιορτάζεις να γιορτάζετε να γιορτάζεσαι να γιορτάζεστε, να γιορταζόσαστε
να γιορτάζει να γιορτάζουν(ε) να γιορτάζεται να γιορτάζονται
Aorist να γιορτάσω να γιορτάσουμε, να γιορτάσομε να γιορταστώ να γιορταστούμε
να γιορτάσεις να γιορτάσετε να γιορταστείς να γιορταστείτε
να γιορτάσει να γιορτάσουν(ε) να γιορταστεί να γιορταστούν(ε)
Perf να έχω γιορτάσει
να έχω γιορτασμένο
να έχουμε γιορτάσει
να έχουμε γιορτασμένο
να έχω γιορταστεί
να είμαι γιορτασμένος, -η
να έχουμε γιορταστεί
να είμαστε γιορτασμένοι, -ες
να έχεις γιορτάσει
να έχεις γιορτασμένο
να έχετε γιορτάσει
να έχετε γιορτασμένο
να έχεις γιορταστεί
να είσαι γιορτασμένος, -η
να έχετε γιορταστεί
να είστε γιορτασμένοι, -ες
να έχει γιορτάσει
να έχει γιορτασμένο
να έχουν γιορτάσει
να έχουν γιορτασμένο
να έχει γιορταστεί
να είναι γιορτασμένος, -η, -ο
να έχουν γιορταστεί
να είναι γιορτασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres γιόρταζε γιορτάζετε γιορτάζεστε
Aorist γιόρτασε γιορτάστε γιορτάσου γιορταστείτε
Part
iciple
Pres γιορτάζοντας γιορταζόμενος
Perf έχοντας γιορτάσει, έχοντας γιορτασμένο γιορτασμένος, -η, -ο γιορτασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist γιορτάσει γιορταστεί