ΓΕΜΙΖΩ
I fill
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γεμίζω γεμίζουμε, γεμίζομε
γεμίζεις γεμίζετε
γεμίζει γεμίζουν(ε)
Imper
fect
γέμιζα γεμίζαμε
γέμιζες γεμίζατε
γέμιζε γέμιζαν, γεμίζαν(ε)
Aorist γέμισα γεμίσαμε
γέμισες γεμίσατε
γέμισε γέμισαν, γεμίσαν(ε)
Per
fect
έχω γεμίσει έχουμε γεμίσει
έχεις γεμίσει έχετε γεμίσει
έχει γεμίσει έχουν γεμίσει
Plu
per
fect
είχα γεμίσει είχαμε γεμίσει
είχες γεμίσει είχατε γεμίσει
είχε γεμίσει είχαν γεμίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα γεμίζω θα γεμίζουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίζεις θα γεμίζετε
θα γεμίζει θα γεμίζουν(ε)
Simp
Fut
θα γεμίσω θα γεμίσουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίσεις θα γεμίσετε
θα γεμίσει θα γεμίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γεμίσει θα έχουμε γεμίσει
θα έχεις γεμίσει θα έχετε γεμίσει
θα έχει γεμίσει θα έχουν γεμίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γεμίζω να γεμίζουμε, να γεμίζομε
να γεμίζεις να γεμίζετε
να γεμίζει να γεμίζουν(ε)
Aorist να γεμίσω να γεμίσουμε, να γεμίσομε
να γεμίσεις να γεμίσετε
να γεμίσει να γεμίσουν(ε)
Perf να έχω γεμίσει να έχουμε γεμίσει
να έχεις γεμίσει να έχετε γεμίσει
να έχει γεμίσει να έχουν γεμίσει
Imper
ative
Pres γέμιζε γεμίζετε
Aorist γέμισε γεμίστε
Part
iciple
Pres γεμίζοντας
Perf έχοντας γεμίσει
Infin Aorist γεμίσει