ΦΕΥΓΩ
I flee
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φεύγω φεύγουμε, φεύγομε
φεύγεις φεύγετε
φεύγει φεύγουν(ε)
Imper
fect
έφευγα φεύγαμε
έφευγες φεύγατε
έφευγε έφευγαν, φεύγαν(ε)
Aorist έφυγα φύγαμε
έφυγες φύγατε
έφυγε έφυγαν, φύγαν(ε)
Per
fect
έχω φύγει έχουμε φύγει
έχεις φύγει έχετε φύγει
έχει φύγει έχουν φύγει
Plu
per
fect
είχα φύγει είχαμε φύγει
είχες φύγει είχατε φύγει
είχε φύγει είχαν φύγει
Fut
ure
Cont
inuous
θα φεύγω θα φεύγουμε, θα φεύγομε
θα φεύγεις θα φεύγετε
θα φεύγει θα φεύγουν(ε)
Simp
Fut
θα φύγω θα φύγουμε, θα φύγομε
θα φύγεις θα φύγετε
θα φύγει θα φύγουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φύγει θα έχουμε φύγει
θα έχεις φύγει θα έχετε φύγει
θα έχει φύγει θα έχουν φύγει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φεύγω να φεύγουμε, φεύγομε
να φεύγεις να φεύγετε
να φεύγει να φεύγουν(ε)
Aorist να φύγω να φύγουμε, να φύγομε
να φύγεις να φύγετε
να φύγει να φύγουν(ε)
Perf να έχω φύγει να έχουμε φύγει
να έχεις φύγει να έχετε φύγει
να έχει φύγει να έχουν φύγει
Imper
ative
Pres φεύγε φεύγετε
Aorist φύγε, φεύγα φύγετε, φευγάτε
Part
iciple
Pres φεύγοντας
Perf έχοντας φύγει
Infin Aorist φύγει