ΦΑΡΔΑΙΝΩ
I widen
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
φαρδαίνω φαρδαίνουμε, φαρδαίνομε
φαρδαίνεις φαρδαίνετε
φαρδαίνει φαρδαίνουν(ε)
Imper
fect
φάρδαινα φαρδαίναμε
φάρδαινες φαρδαίνατε
φάρδαινε φάρδαιναν, φαρδαίναν(ε)
Aorist φάρδυνα φαρδύναμε
φάρδυνες φαρδύνατε
φάρδυνε φάρδυναν, φαρδύναν(ε)
Per
fect
έχω φαρδύνει έχουμε φαρδύνει
έχεις φαρδύνει έχετε φαρδύνει
έχει φαρδύνει έχουν φαρδύνει
Plu
per
fect
είχα φαρδύνει είχαμε φαρδύνει
είχες φαρδύνει είχατε φαρδύνει
είχε φαρδύνει είχαν φαρδύνει
Fut
ure
Cont
inuous
θα φαρδαίνω θα φαρδαίνουμε, θα φαρδαίνομε
θα φαρδαίνεις θα φαρδαίνετε
θα φαρδαίνει θα φαρδαίνουν(ε)
Simp
Fut
θα φαρδύνω θα φαρδύνουμε, θα φαρδύνομε
θα φαρδύνεις θα φαρδύνετε
θα φαρδύνει θα φαρδύνουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω φαρδύνει θα έχουμε φαρδύνει
θα έχεις φαρδύνει θα έχετε φαρδύνει
θα έχει φαρδύνει θα έχουν φαρδύνει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να φαρδαίνω να φαρδαίνουμε, να φαρδαίνομε
να φαρδαίνεις να φαρδαίνετε
να φαρδαίνει να φαρδαίνουν(ε)
Aorist να φαρδύνω να φαρδύνουμε, να φαρδύνομε
να φαρδύνεις να φαρδύνετε
να φαρδύνει να φαρδύνουν(ε)
Perf να έχω φαρδύνει να έχουμε φαρδύνει
να έχεις φαρδύνει να έχετε φαρδύνει
να έχει φαρδύνει να έχουν φαρδύνει
Imper
ative
Pres φάρδαινε φαρδαίνετε
Aorist φάρδυνε φαρδύνετε
Part
iciple
Pres φαρδαίνοντας
Perf έχοντας φαρδύνει
Infin Aorist φαρδύνει