ΕΥΧΟΜΑΙ
I wish
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εύχομαι ευχόμαστε
εύχεσαι εύχεστε, ευχόσαστε
εύχεται εύχονται
Imper
fect
ευχόμουν(α) ευχόμαστε, ευχόμασταν
ευχόσουν(α) ευχόσαστε, ευχόσασταν
ευχόταν(ε) εύχονταν, ευχόντανε, ευχόντουσαν
Aorist ευχήθηκα ευχηθήκαμε
ευχήθηκες ευχηθήκατε
ευχήθηκε ευχήθηκαν, ευχηθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ευχηθεί έχουμε ευχηθεί
έχεις ευχηθεί έχετε ευχηθεί
έχει ευχηθεί έχουν ευχηθεί
Plu
per
fect
είχα ευχηθεί είχαμε ευχηθεί
είχες ευχηθεί είχατε ευχηθεί
είχε ευχηθεί είχαν ευχηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εύχομαι θα ευχόμαστε
θα εύχεσαι θα εύχεστε, θα ευχόσαστε
θα εύχεται θα εύχονται
Simp
Fut
θα ευχηθώ θα ευχηθούμε
θα ευχηθείς θα ευχηθείτε
θα ευχηθεί θα ευχηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ευχηθεί θα έχουμε ευχηθεί
θα έχεις ευχηθεί θα έχετε ευχηθεί
θα έχει ευχηθεί θα έχουν ευχηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εύχομαι να ευχόμαστε
να εύχεσαι να εύχεστε, να ευχόσαστε
να εύχεται να εύχονται
Aorist να ευχηθώ να ευχηθούμε
να ευχηθείς να ευχηθείτε
να ευχηθεί να ευχηθούν(ε)
Perf να έχω ευχηθεί να έχουμε ευχηθεί
να έχεις ευχηθεί να έχετε ευχηθεί
να έχει ευχηθεί να έχουν ευχηθεί
Imper
ative
Pres εύχεστε
Aorist ευχήσου ευχηθείτε
Part
iciple
Pres ευχόμενος
Perf
Infin Aorist ευχηθεί