ΕΤΟΙΜΑΖΩ
I prepare
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ετοιμάζω ετοιμάζουμε, ετοιμάζομε ετοιμάζομαι ετοιμαζόμαστε
ετοιμάζεις ετοιμάζετε ετοιμάζεσαι ετοιμάζεστε, ετοιμαζόσαστε
ετοιμάζει ετοιμάζουν(ε) ετοιμάζεται ετοιμάζονται
Imper
fect
ετοίμαζα ετοιμάζαμε ετοιμαζόμουν(α) ετοιμαζόμαστε, ετοιμαζόμασταν
ετοίμαζες ετοιμάζατε ετοιμαζόσουν(α) ετοιμαζόσαστε, ετοιμαζόσασταν
ετοίμαζε ετοίμαζαν, ετοιμάζαν(ε) ετοιμαζόταν(ε) ετοιμάζονταν, ετοιμαζόντανε, ετοιμαζόντουσαν
Aorist ετοίμασα ετοιμάσαμε ετοιμάστηκα ετοιμαστήκαμε
ετοίμασες ετοιμάσατε ετοιμάστηκες ετοιμαστήκατε
ετοίμασε ετοίμασαν, ετοιμάσαν(ε) ετοιμάστηκε ετοιμάστηκαν, ετοιμαστήκανε
Per
fect
έχω ετοιμάσει
έχω ετοιμασμένο
έχουμε ετοιμάσει
έχουμε ετοιμασμένο
έχω ετοιμαστεί
είμαι ετοιμασμένος, -η
έχουμε ετοιμαστεί
είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
έχεις ετοιμάσει
έχεις ετοιμασμένο
έχετε ετοιμάσει
έχετε ετοιμασμένο
έχεις ετοιμαστεί
είσαι ετοιμασμένος, -η
έχετε ετοιμαστεί
είστε ετοιμασμένοι, -ες
έχει ετοιμάσει
έχει ετοιμασμένο
έχουν ετοιμάσει
έχουν ετοιμασμένο
έχει ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
έχουν ετοιμαστεί
είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ετοιμάσει
είχα ετοιμασμένο
είχαμε ετοιμάσει
είχαμε ετοιμασμένο
είχα ετοιμαστεί
ήμουν ετοιμασμένος, -η
είχαμε ετοιμαστεί
ήμαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχες ετοιμάσει
είχες ετοιμασμένο
είχατε ετοιμάσει
είχατε ετοιμασμένο
είχες ετοιμαστεί
ήσουν ετοιμασμένος, -η
είχατε ετοιμαστεί
ήσαστε ετοιμασμένοι, -ες
είχε ετοιμάσει
είχε ετοιμασμένο
είχαν ετοιμάσει
είχαν ετοιμασμένο
είχε ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένος, -η, -ο
είχαν ετοιμαστεί
ήταν ετοιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ετοιμάζω θα ετοιμάζουμε, θα ετοιμάζομε θα ετοιμάζομαι θα ετοιμαζόμαστε
θα ετοιμάζεις θα ετοιμάζετε θα ετοιμάζεσαι θα ετοιμάζεστε, θα ετοιμαζόσαστε
θα ετοιμάζει θα ετοιμάζουν(ε) θα ετοιμάζεται θα ετοιμάζονται
Simp
Fut
θα ετοιμάσω θα ετοιμάσουμε, θα ετοιμάσομε θα ετοιμαστώ θα ετοιμαστούμε
θα ετοιμάσεις θα ετοιμάσετε θα ετοιμαστείς θα ετοιμαστείτε
θα ετοιμάσει θα ετοιμάσουν(ε) θα ετοιμαστεί θα ετοιμαστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ετοιμάσει
θα έχω ετοιμασμένο
θα έχουμε ετοιμάσει
θα έχουμε ετοιμασμένο
θα έχω ετοιμαστεί
θα είμαι ετοιμασμένος, -η
θα έχουμε ετοιμαστεί
θα είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχεις ετοιμάσει
θα έχεις ετοιμασμένο
θα έχετε ετοιμάσει
θα έχετε ετοιμασμένο
θα έχεις ετοιμαστεί
θα είσαι ετοιμασμένος, -η
θα έχετε ετοιμαστεί
θα είστε ετοιμασμένοι, -ες
θα έχει ετοιμάσει
θα έχει ετοιμασμένο
θα έχουν ετοιμάσει
θα έχουν ετοιμασμένο
θα έχει ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν ετοιμαστεί
θα είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ετοιμάζω να ετοιμάζουμε, να ετοιμάζομε να ετοιμάζομαι να ετοιμαζόμαστε
να ετοιμάζεις να ετοιμάζετε να ετοιμάζεσαι να ετοιμάζεστε, να ετοιμαζόσαστε
να ετοιμάζει να ετοιμάζουν(ε) να ετοιμάζεται να ετοιμάζονται
Aorist να ετοιμάσω να ετοιμάσουμε, να ετοιμάσομε να ετοιμαστώ να ετοιμαστούμε
να ετοιμάσεις να ετοιμάσετε να ετοιμαστείς να ετοιμαστείτε
να ετοιμάσει να ετοιμάσουν να ετοιμαστεί να ετοιμαστούν(ε)
Perf να έχω ετοιμάσει
να έχω ετοιμασμένο
να έχουμε ετοιμάσει
να έχουμε ετοιμασμένο
να έχω ετοιμαστεί
να είμαι ετοιμασμένος, -η
να έχουμε ετοιμαστεί
να είμαστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχεις ετοιμάσει
να έχεις ετοιμασμένο
να έχετε ετοιμάσει
να έχετε ετοιμασμένο
να έχεις ετοιμαστεί
να είσαι ετοιμασμένος, -η
να έχετε ετοιμαστεί
να είστε ετοιμασμένοι, -ες
να έχει ετοιμάσει
να έχει ετοιμασμένο
να έχουν ετοιμάσει
να έχουν ετοιμασμένο
να έχει ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένος, -η, -ο
να έχουν ετοιμαστεί
να είναι ετοιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ετοίμαζε ετοιμάζετε ετοιμάζεστε
Aorist ετοίμασε ετοιμάστε ετοιμάσου ετοιμαστείτε
Part
iciple
Pres ετοιμάζοντας ετοιμαζόμενος
Perf έχοντας ετοιμάσει, έχοντας ετοιμασμένο ετοιμασμένος, -η, -ο ετοιμασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ετοιμάσει ετοιμαστεί