ΕΡΕΙΠΩΝΩ
I demolish
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ερειπώνω ερειπώνουμε, ερειπώνομε ερειπώνομαι ερειπωνόμαστε
ερειπώνεις ερειπώνετε ερειπώνεσαι ερειπώνεστε, ερειπωνόσαστε
ερειπώνει ερειπώνουν(ε) ερειπώνεται ερειπώνονται
Imper
fect
ερείπωνα ερειπώναμε ερειπωνόμουν(α) ερειπωνόμαστε, ερειπωνόμασταν
ερείπωνες ερειπώνατε ερειπωνόσουν(α) ερειπωνόσαστε, ερειπωνόσασταν
ερείπωνε ερείπωναν, ερειπώναν(ε) ερειπωνόταν(ε) ερειπώνονταν, ερειπωνόντανε, ερειπωνόντουσαν
Aorist ερείπωσα ερειπώσαμε ερειπώθηκα ερειπωθήκαμε
ερείπωσες ερειπώσατε ερειπώθηκες ερειπωθήκατε
ερείπωσε ερείπωσαν, ερειπώσαν(ε) ερειπώθηκε ερειπώθηκαν, ερειπωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ερειπώσει
έχω ερειπωμένο
έχουμε ερειπώσει
έχουμε ερειπωμένο
έχω ερειπωθεί
είμαι ερειπωμένος, -η
έχουμε ερειπωθεί
είμαστε ερειπωμένοι, -ες
έχεις ερειπώσει
έχεις ερειπωμένο
έχετε ερειπώσει
έχετε ερειπωμένο
έχεις ερειπωθεί
είσαι ερειπωμένος, -η
έχετε ερειπωθεί
είστε ερειπωμένοι, -ες
έχει ερειπώσει
έχει ερειπωμένο
έχουν ερειπώσει
έχουν ερειπωμένο
έχει ερειπωθεί
είναι ερειπωμένος, -η, -ο
έχουν ερειπωθεί
είναι ερειπωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ερειπώσει
είχα ερειπωμένο
είχαμε ερειπώσει
είχαμε ερειπωμένο
είχα ερειπωθεί
ήμουν ερειπωμένος, -η
είχαμε ερειπωθεί
ήμαστε ερειπωμένοι, -ες
είχες ερειπώσει
είχες ερειπωμένο
είχατε ερειπώσει
είχατε ερειπωμένο
είχες ερειπωθεί
ήσουν ερειπωμένος, -η
είχατε ερειπωθεί
ήσαστε ερειπωμένοι, -ες
είχε ερειπώσει
είχε ερειπωμένο
είχαν ερειπώσει
είχαν ερειπωμένο
είχε ερειπωθεί
ήταν ερειπωμένος, -η, -ο
είχαν ερειπωθεί
ήταν ερειπωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ερειπώνω θα ερειπώνουμε, θα ερειπώνομε θα ερειπώνομαι θα ερειπωνόμαστε
θα ερειπώνεις θα ερειπώνετε θα ερειπώνεσαι θα ερειπώνεστε, θα ερειπωνόσαστε
θα ερειπώνει θα ερειπώνουν(ε) θα ερειπώνεται θα ερειπώνονται
Simp
Fut
θα ερειπώσω θα ερειπώσουμε, θα ερειπώσομε θα ερειπωθώ θα ερειπωθούμε
θα ερειπώσεις θα ερειπώσετε θα ερειπωθείς θα ερειπωθείτε
θα ερειπώσει θα ερειπώσουν θα ερειπωθεί θα ερειπωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ερειπώσει
θα έχω ερειπωμένο
θα έχουμε ερειπώσει
θα έχουμε ερειπωμένο
θα έχω ερειπωθεί
θα είμαι ερειπωμένος, -η
θα έχουμε ερειπωθεί
θα είμαστε ερειπωμένοι, -ες
θα έχεις ερειπώσει
θα έχεις ερειπωμένο
θα έχετε ερειπώσει
θα έχετε ερειπωμένο
θα έχεις ερειπωθεί
θα είσαι ερειπωμένος, -η
θα έχετε ερειπωθεί
θα είστε ερειπωμένοι, -ες
θα έχει ερειπώσει
θα έχει ερειπωμένο
θα έχουν ερειπώσει
θα έχουν ερειπωμένο
θα έχει ερειπωθεί
θα είναι ερειπωμένος, -η, -ο
θα έχουν ερειπωθεί
θα είναι ερειπωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ερειπώνω να ερειπώνουμε, να ερειπώνομε να ερειπώνομαι να ερειπωνόμαστε
να ερειπώνεις να ερειπώνετε να ερειπώνεσαι να ερειπώνεστε, να ερειπωνόσαστε
να ερειπώνει να ερειπώνουν(ε) να ερειπώνεται να ερειπώνονται
Aorist να ερειπώσω να ερειπώσουμε, να ερειπώσομε να ερειπωθώ να ερειπωθούμε
να ερειπώσεις να ερειπώσετε να ερειπωθείς να ερειπωθείτε
να ερειπώσει να ερειπώσουν(ε) να ερειπωθεί να ερειπωθούν(ε)
Perf να έχω ερειπώσει
να έχω ερειπωμένο
να έχουμε ερειπώσει
να έχουμε ερειπωμένο
να έχω ερειπωθεί
να είμαι ερειπωμένος, -η
να έχουμε ερειπωθεί
να είμαστε ερειπωμένοι, -ες
να έχεις ερειπώσει
να έχεις ερειπωμένο
να έχετε ερειπώσει
να έχετε ερειπωμένο
να έχεις ερειπωθεί
να είσαι ερειπωμένος, -η
να έχετε ερειπωθεί
να είστε ερειπωμένοι, -ες
να έχει ερειπώσει
να έχει ερειπωμένο
να έχουν ερειπώσει
να έχουν ερειπωμένο
να έχει ερειπωθεί
να είναι ερειπωμένος, -η, -ο
να έχουν ερειπωθεί
να είναι ερειπωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ερείπωνε ερειπώνετε ερειπώνεστε
Aorist ερείπωσε ερειπώστε, ερειπώσετε ερειπώσου ερειπωθείτε
Part
iciple
Pres ερειπώνοντας
Perf έχοντας ερειπώσει, έχοντας ερειπωμένο ερειπωμένος, -η, -ο ερειπωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ερειπώσει ερειπωθεί